κεφαλαιο 17

101 11 7
                                    

Η σκιά έφυγε και το μόνο που έμεινε ήταν ο βαρύς ήχος της μπότας. Ο Στέφανος κοίταξε τρομαγμενος τις δύο γυναίκες.
-Αυτός είναι! Ψιθύρισε με όση δύναμη του έμενε.
-Ποιος ειναι αυτός αγάπη μου; ρώτησε με τρεμάμενη φωνή η Αρετή.
-Αυτός που με κάρφωσε. Δανάη εσυ τον ξέρεις.
-Ποιον ξέρω; είπε και για μια στιγμή έχασε την ανάσα της.
-Αυτός που πήρε και τον πατέρα Ιάκωβο, όταν έκανες μάθημα, αυτός είναι ειμαι σίγουρος!
 
  Ανακουφιστηκε στην απάντηση αυτή. Για μια στιγμή σκεύτηκε πως ο φίλος της της είπε ψέματα. Ένιωσε άσχημα που του απέδωσε την κατηγορία αυτή. Τον είχε αδικήσει. Ο Αλη προσπαθούσε να την βοηθήσει και εκείνη τον υποψιαζοταν. Ίσως έκανε λάθος για εκείνον. Αθώα Δανάη.
 
  -Ν..ναι νομίζω κατάλαβα ποιον λες.
-Φύγετε, φύγετε πριν γυρίσει και σας υποπτευθεί και και εσάς και σας πιάσει!
-και θα σε αφήσουμε εδώ; Μόνο αγοράκι μου; Ποιος ξέρει τι άλλο μπορούν να σου κάνουν; είπε προσπαθώντας να μείνει δυνατή για το παιδί της.
-Ότι ήταν να μου κάνουν, το έκαναν δεν μένει τίποτα άλλο. Με θέλουν ζωντανό για να μιλήσω, εγώ δεν θα πω τίποτα!
-Μα...
-Μαμα, και κράτησε το χερι της, ζωντανός από εδω μέσα δεν βγαίνω και το ξέρω, ψέματα δεν πρέπει να σου πω. Ίσως να μην ξανασυναντηθούμε. Κάποια στιγμή θα καταλάβουν πως δεν πρόκειται να ανοίξω το στόμα μου και θα με ξεχάσουν εδώ. Μην με ξεχάσετε και εσείς.
-Στέφανε πρόσεξε πως μιλάς στην μαμα! Θα βρούμε τρόπο να σε βγάλουμε.
- Να φύγετε, πάρε τον πατέρα και εξαφανιστείτε. Είστε οι επόμενοι που θα κυνηγήσουν. Μόλις μάθετε για εμένα μαζέψτε τα και χαθείτε.
-Κ...Και να σε αφήσουμε εδώ; Μ...μόνο κ...και...
-Καλύτερα να βρεθώ στο πηγάδι πάρα θαμμένος με τιμές και εσάς να κινδυνεύετε. Και τώρα αν μπορείτε κάντε το!

  Δακρυα έτρεχαν από τα μάτια της δυστυχης μάνας. Αγκάλιασε σφιχτά το παιδί της όπως τοτε που ήταν μικρός και παραπονιόταν, και εκείνη γελούσε με τον μικρούλη της μοναχογιό. Εκείνος πιέστηκε από τους πόνους αλλά δεν την απέτρεψε. Του έλειπε. Ήθελε αυτό το ζεστό άγγιγμα που τόσο καιρό στερούταν
 
  Έστρεψε τα μάτια του στην φίλη του. Φίλη; Πλέον δεν μπορούσε να κοροϊδέψει τον εαυτό του. Θα της το έλεγε αργότερα. Μπορεί και αφού τους πάντρευαν. Δεν ήταν  "πρέπον" να μιλήσει σε μια μικρή κυρια για το τι νιώθει. Ακόμα και στα γράμματα που της έδινε μετριαζε τα αισθήματα του. Αν όμως αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβρισκε έπρεπε να της το πει, τουλάχιστον να ξέρει.

  Σήκωσε το χερι του και απομάκρυνε τις καστανες της μπούκλες από το πρόσωπο της.
-Δανάη μου, ψιθύρισε.
-Π...πες μου
-Ίσως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή αλλά πρέπει να το μάθεις. Αργά ή γρήγορα θα σου το έλεγα.
-Τ...τι;

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now