κεφάλαιο 26

77 4 1
                                    

  Το τελευταίο Πάσχα της Μικρασίας ξημέρωνε. Από το χάραμα ακόμα οι φούρνοι έκαιγαν για να προλάβουν το τραπέζι της Λαμπρής. Τα κόκκινα αυγά, αποβραδίς είχαν πάρει την θέση τους και περίμεναν το τσούγκρισμα της επόμενης μέρας. Μετά από την Αναστάσιμη λειτουργεία η Πόλη θα παρασυρόταν στις μουσικές. Σε κάθε γωνιά της ο νέος κόσμος χόρευε, χαιρόταν πάρα τις ταραχές που ολοένα και πλησίαζαν, παρά το γεγονός ότι την ίδια στιγμή η Ανατολική Ρωμυλία βίωνε το δικό της παθος δίχως Ανάσταση.

   Πίσω στο σπίτι της οικογένειας Δελόγλου ο Νικολάκης παραπονιόταν για τα καινούρια του ρούχα. Η αδερφή του πάλευε να τον ντύσει καθώς εκείνος αντιστεκόταν.
-Αν δεν κάθεσαι καλα θα σε δώσω στον Εβραίο να σε πάρει μαζί του!** Προσπάθησε να τον τρομάξει.
- Να με δώσεις στην κυρία Λεβί που έχει το μπακάλικο να με δίνει και καραμέλες! Η μαμά δεν θα σε αφήσει, ανέτεινε κοροϊδευτικά. Αφού δεν υπάρχει εβραίος που παίρνει παιδιά!
-Υπάρχει, είπε και πλησίασε λίγο, εγώ μικρή τον είδα...
-Σταματά να τρομάζεις το παιδί! Την διέκοψε η Μαγδαληνή και έφτιαξε τα μαλλιά του. Μην την ακούς παλικάρι μου και πήγαινε να βοηθήσεις τον πατέρα σου, είπε βιαστικά και τον έβγαλε από το δωμάτιο.
  
   Πήρε την βούρτσα της, την έβαλε να καθησει μπροστά στον καθρέφτη και χτένισε λίγο τα κάστανα μαλλιά της.
Ο πατέρας σου και εγώ θέλουμε το καλύτερο, συνέχισε. Οι καιροί είναι δύσκολοι, το γνωρίζεις αυτό και...
Η πόρτα χτυπισε διακόπτωντας τις. Φίλησε στο μέτωπο την κόρη της και της παρέδωσε την χτένα. Συνέχισε μόνη της. Έδεσε μια ροζ κορδέλα στο πίσω μέρος των μαλλιών της και ακολούθησε και εκείνη.
 
   Για μια στιγμή δίστασε. Στάθηκε στο παράθυρο και κοίταξε την αυλή. Έξω οι γονείς της καλωσόριζαν τους καλεσμένους. Η κυρία Αρετή, ο κύριος Μιχάλης και πίσω τους ο Στέφανος περιτριγυρισμένος από τον αδερφό της, που περίμενε να παίξει μαζί του. Φάνηκε να συζητάει με την μητέρα της και στην συνέχεια πλησίασε στην πόρτα. Στο πρώτο χτύπημα έκανε βήματα πίσω. Δεύτερο χτύπημα και ακούστηκε ντροπαλά η φωνή του να την ζητάει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα.

   Στεκόταν στο κατώφλι και κοιτούσε χαμηλά, ίσως είχε κοκκινίσει.«Χρόνια πολλά» ευχήθηκε με τρεμάμενη φωνή και εκείνη ανταπέδωσε. Τα ντροπαλά του μάτια σηκώθηκαν προς το μέρος της.
-Α...Αυτό για εσένα, από το σακάκι του εμφάνισε ένα μικρό κουτί.
-Τι είναι αυτό; απόρρισε. Έλυσε τον φιόγκο και με προσοχή κράτησε στα χέρια της ένα δαχτυλίδι με σκαλισμένες φυσικές παραστάσεις.
-Είναι οικογενειακό κειμήλιο, το πέρασε στο χέρι της. Πηγαίνει από νύφη σε νύφη στην οικογένεια.
-Είναι πανέμορφο... Δ...Δεν μπορώ, δεν είναι ακόμα η κατάλληλη στιγμή, είπαμε ότι... Το έβγαλε γρήγορα από το χέρι της και έτεινε να του το δώσει.
-Πλέον είναι δικό σου. Κράτησε το, το άφησε στην παλάμη της, έκλεισε σφιχτά και φίλησε το χέρι της ταράζοντας την. Απομακρύνθηκε προς την πόρτα.

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now