κεφαλαιο 15

100 10 13
                                    

Οι δύο αξιωματικοί άκουσαν με προσοχή τα όσα τους έλεγε ο νεαρός Αλη. Φυσικά και δεν τους είπε πως πήγε να δει την ελληνίδα φίλη του και τα άκουσε όταν της τα έλεγε η μητέρα της. Δεν θα την έμπλεκε ποτέ σε κάτι τέτοιο. Ανέφερε μόνο το ότι είδε τυχαία στον δρόμο δύο άντρες να συζητούν για αυτό και το ονομά του Στέφανου. <<Να τον συλλάβετε και να τον κάνετε να ομολογήσει!>>. Έτσι την επόμενη μέρα ετοιμάστηκε απόσπασμα για να τον συλλάβουν.

Ο Στέφανος βρισκόταν στο σπίτι του και κοιμόταν. Αμέριμνος. Χωρίς να γνωρίζει το τι θα ακολουθούσε. Η κυρία Αρετή όπως κάθε πρωί πήγαινε στο δωμάτιο του με το δίσκο και τον ξυπνούσε με ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Έναν τον είχε, ήταν η μεγάλη αδυναμία της και τον λάτρευε.
-Ξύπνα αγόρι μου, ξύπνα να ψηλώσεις, έλεγε καθώς του χαϊδεύε τα μαλλιά. Εκείνος δεν απαντούσε. Γύριζε πλευρό και ξανακοιμόταν. Εκείνη γελασε τον ξεσκέπασε.
-Άσε με, παραπονέθηκε.
- Τι το κάνεις έτσι το παιδί, απάντησε πατέρας του, Σηκω μην αργήσεις!
- Βρε Μιχάλη άσε λίγο το παιδί δεν θα γίνει και τίποτα αν αργήσει μια φορά, άντε αγόρι μου σηκω μην φωναζει ο μπαμπάς πάλι, ενταξει; Δεν ήρθε απάντηση. Ο νεαρός σηκώθηκε και ετοιμάστηκε για να φύγει.

  <<Δεν θα αργήσω>> είπε και άνοιξε την πόρτα. Το απόσπασμα τον περίμενε έξω.
-Τι θα θελατε; ρώτησε στα τουρκικά.
-Είσαι ο Στέφανος Νικολαϊδης; ρώτησε ένας από αυτούς.
- Τι με θελετε; Εκείνοι δεν απάντησαν. Τον έπιασαν και τον έσυραν προς την χωροφυλακή. Οι δικοί του έτρεξαν από πισω τους προσπαθώντας να τον βοηθήσουν.

  Δεν τους επέτρεψαν να μπουν μέσα. Η Αρετή έτοιμη να λιποθυμήσει κάθησε στα σκαλοπάτια και ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο, ακούγοντας τον ανατριχιαστικό ήχο του μαστίγιου που έσκιζε την σάρκα του παιδιού της.

  Μιλιά από το στόμα του δεν έβγαινε, μηδέ κραυγή πόνου. Τι και αν του έταξαν πως θα τον αφήσουν. Ήξερε πως δεν θα τον άφηναν και αν μιλούσε έπαιρνε στον λαιμό του αθώους. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ποιός τον πρόδωσε. Κάποιος δικός τους; Αν τον έβρισκε θα τον σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια. Αλλά ποιος να ηταν;

  Τα νέα μαθεύτηκαν πολύ γρήγορα. Η γειτονιά, σαν άλλη οικογένεια, έτρεξε να μάθει τι συνέβη. Κανείς δεν τους απαντούσε. Λες και τον πήραν για να περάσει η ώρα τους.

  Μόλις το έμαθε η Δανάη έφυγε τρέχοντας. Άφησε αμέσως το μάθημα και τα βιβλία της.  Έπρεπε να τον δει. Εκείνος πάντα την βοηθούσε. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει.

  Η Αρετή κοιτούσε από το παράθυρο το αβοήθητο παιδί της. Την απειλούσαν για να φύγει. Εκείνη έμενε βράχος. Τα δάκρυα στα μάτια της ήταν ασταμάτητα. Ακουγόταν πως θα τον εκτελούσαν τις επόμενες μέρες. Ψέματα ήταν, σκεφτόταν. Για να τους τρομοκρατήσουν και να τους κάνουν να μιλήσουν, έλεγε από μέσα της.

  Δεν αντέδρασε όταν κατέφθασε η νεαρή, ούτε  μίλησε. Εκείνη προσπάθησε να την πείσει να γυρίσει σπίτι της μέχρι να βρεθεί λύση. <<Θα μείνω κοντά στο παιδί μου>> απαντούσε αδύναμα.

  Ανατριχιαζε στα λόγια της αυτά. Έμεινε και εκείνη δίπλα της. Να βλέπει τον φίλο της μισοπεθαμένο. Κόκκινο από τις πληγές που είχε αφήσει το μαστίγιο. Και σκεφτόταν, τι θα μπορούσε να κανει;

  Τα μαύρα μάτια της έλαμψαν ξαφνικά. <<Αυτό είναι!>>αναφώνησε. Ήξερε κάποιον που μπορούσε να βοηθήσει να βγει ή να τους επιτρέψουν να τον δουν, έστω και για λίγο, και ίσως μάθαιναν τι συνέβη! Με γρήγορους ρυθμούς έφυγε και χάθηκε.

  Εφτασε γρήγορα στο σπίτι του Αλη. Χτύπησε την ξύλινη πόρτα και περίμενε. Κανείς δεν απαντούσε. Η πόρτα άνοιξε διστακτικα. <<Κυρία Αζιζέ η Δανάη ειμαι>> είπε και η γυναίκα πήγε να κλείσει την πορτα. Την τελευταία στιγμή πρόλαβε και μπήκε μεσα.
-Πρέπει να δω τον Αλη, είναι ανάγκη!
- Τι τον θες; ρώτησε.
-Πρέπει να του μιλήσω.

  Η Αζιζέ σκεύτηκε λίγο. Κάποια της θύμιζε η επιμονή της. Την συνόδευσε στο σαλονι και πήγε να φωνάξει τον γιο της. Εκείνος κατέβηκε, δεν περίμενε την επίσκεψη της. Όταν την είδε τρομαξε. Ήξερε τα πάντα! Έμαθε πως εκείνος μαρτύρησε τον Στέφανο και ήρθε για του τα πει και από κοντά. Διστακτικά κάθησε δίπλα της με σκυμμένο το κεφάλι δίχως να μιλάει.

  -Θέλω την βοήθεια σου, είπε κάνοντας τον να ξαφνιαστεί, έχουν συλλάβει τον Στέφανο και δεν μας λένε γιατί.
- Για να τον έπιασαν...κάτι θα έκανε, απάντησε προσπαθώντας να πνίξει τον κόμπο στον λαιμό του.
- Δεν ήρθα για αυτό, είπε προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της, έχεις γνωστούς στον χωροφυλακή, όπως τον πατέρα σου ή τον Κενάν.
-Να μου ζητάς να τον ελευθερώσουν είναι κάτι που δεν μπορώ να κάνω, είπε προσπαθώντας να κρύψει την ζήλια.
-Σου ζητάω να μας αφήσουν να τον δούμε και να μας πουν τι συνέβη, τίποτα παραπάνω.

  Δεν έδωσε απαντηση. Σκεφτόταν. Να τον αφήσει ελεύθερο είχε την δύναμη αλλά δεν το ήθελε. Αν τον άφηνε η Δανάη θα τον ξεχνούσε. Μαχαίρι στην καρδιά η σκέψη αυτή. Αν τους άφηνε να τον δουν πιθανόν να μάθαινε πως δεν σπούδαζε ιατρική και να έπεφτε στα μάτια της.

<<Ίσως μπορώ να κάνω κάτι>> είπε και χαμογέλασε με δισταγμό.

ΝΕΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ! Να ήταν η ζήλια ψωρα Αλη και καλά θα σου κάνει αν θελήσει😒 ορίστε συγχιστηκα😂

Αν σας αρεσε μπορείτε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να αφήσετε μια γνώμη ή κάποια ιδέα στα σχόλια. Μπορείτε επίσης να προτείνετε την ιστορία σε κάποιον φίλο σας ή και να με ακολουθήσετε γιατί με βοηθάει💕 μέχρι το επόμενο κεφάλαιο τα λεμεε💫
 

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now