κεφαλαιο 13

104 9 1
                                    


-Θες να βγούμε σήμερα να παίξουμε; ρώτησε θέλοντας να αλλάξει το θέμα.
Η μικρή Ναζλί χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά.

  Έτρεξε στο δωματιο της για να ετοιμαστεί. Ο Αλη βρήκε την ευκαιρία, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια του.

Ετοιμάστηκε γρήγορα και επέστρεψε. Σταύρωσε θυμωμενα τα χέρια της και έμεινε να τον κοιτάζει.
-Αλη ξύπνα! Φώναξε κάνοντας τον να πεταχτεί.
- Οχου καλά, απάντησε και σηκώθηκε.

  Ετοιμάστηκε και κατέβηκε στην αυλή, όπου η μικρή τον περίμενε. Την πήρε αγκαλιά και κίνησαν για την πλατεία. Παρατηρούσε με φόβο τους στρατιώτες που  σταματούσαν και συνελάμβαναν οποιονδηποτε φαινόταν ύποπτος. Τα γεγονότα του προηγούμενου βραδιου ειχαν αναστατώσει όλη την πόλη και κάνεις δεν θα γλυτωνε από  τον έλεγχο.
-Θ..θα μας παρουν; ρώτησε τρομαγμενη.
-Μην φοβάσαι, είναι καλοί, δεν θα μας πειράξουν, απάντησε χαμογελώντας και χάιδεψε τα καστανοξανθα μαλλιά της.

  Περπάτησαν λίγο ακόμα. Κατέβηκε από την αγκαλιά του και κράτησε το χερι του. Σταμάτησαν για να χαιρετήσει κάποιους συναδέλφους. Το κοριτσάκι τρομαξε. Κρύφτηκε πίσω από τον αδερφό της.
<<Μην φοβάσαι είναι φίλοι μου>> της είπε προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Ξεπρόβαλε διστακτικά. Ένας από τους δύο γονάτισε μπροστά της και έδωσε το χερι του. Χαμογέλασε αλλά δεν ανταπέδωσε. Της χάιδεψε τα μαλλια. Η Ναζλί θύμωσε. Του έσπρωξε το χερι απότομα και τον αγριοκοιταξε.
-Δεν της αρέσει να της πειράζουν τα μαλλια,είπε γελώντας σιγα ο Αλη.
-Μονο τον αδερφούλη μου αφήνω, συμπλήρωσε η Ναζλί και τον αγκάλιασε.

  Συνέχισαν να συζητούν. Μια μπαλα χτύπησε έναν από τους δύο κάνοντας τον να πέσει. Το αγόρι που την έριξε έτρεξε αμέσως. Πήρε την μπάλα του στα χέρια και έτρεξε γρήγορα. Ο στρατιώτης σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Κατάφερε να το σταματήσει. Έπιασε το αυτι του και τον τράβηξε δυνατά.
-Που θα πας τώρα μικρε; τον ρώτησε ρώτησε περιπαικτικά στην γλώσσα του γελώντας ειρωνικά.
Το αγορι πονούσε, μα δεν μίλησε. Κρατήθηκε να μην φωνάξει. Προσπάθησε να του ξεφυγει.

-Άφησε τον! Ακούστηκε από πισω του. Εκείνος γύρισε και κοίταξε την κοπέλα. 

  Ήταν όμορφη. Ειχε καστανα μαλλια, που ανέμιζαν καθως φυσουσε ο ανεμος και εκρυβαν τα μαύρα της μάτια.  Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα που εδενε στην μέση με έναν λευκό φιόγκο.

  Έσπρωξε το παιδί και την πλησίασε.
-Καλημερα σας, είπε και της φιλισε το χερι. Εκείνη το τράβηξε απότομα σκίζοντας με τα νύχια της το δέρμα του. Τον  εκνεύρισε η κίνηση αυτή.  Τράβηξε με δύναμη τις καστανες της μπούκλες.
  -Αυτά σε εμένα δεν περνάνε, κοριτσάκι, το ακους; φωνάξει. Μια στιγμή μόνο γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν μίλησε. Τον έφτυσε στο πρόσωπο. Θύμωσε περισσότερο. Την έριξε κάτω. Το μικρό αγόρι έτρεξε κοντά της σαν να ήθελε να της πει πως δεν την άφηνε μονη.  Σήκωσε το χέρι του έτοιμος να τους χτυπήσει.

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now