κεφάλαιο 16

99 10 7
                                    

Είχαν περάσει κάμποσες μέρες. Ο Αλη δεν έδινε απάντηση. Όχι που θα ήθελε να βοηθήσει. Μπορεί να ήταν ήσυχος και συμπαθητικός όπως η μητέρα του, όμως ήταν αλαζόνας και πεισματάρης, χαρακτηριστικά του πατέρα του. Έπρεπε να "εξοντώσει" τον Στέφανο με κάποιον τρόπο για να μην αποτελεί εμπόδιο.

Έπρεπε να τον κάνει να μιλήσει. Μετά το τέλος του ήταν βέβαιο. Θα πήγαινε στην κρεμάλα για εσχάτη προδοσία. Η Δανάη θα στεναχωριόταν και μετά από λίγο καιρό θα τον ξεχνούσε και θα πήγαινε παρακάτω. Θα αρπαζε την ευκαιρία και θα βρισκόταν κοντά της. Τα άλλα θα τα έλυναν στην συνέχειά.

Δεν υπολόγιζε ένα πράγμα. Ο Στέφανος δεν έβγαζε μιλιά. Οι διαταγές ήταν ξεκάθαρες. Να μην βγει ούτε νεκρός από το κελί αν δεν έλεγε που βρίσκονται οι κρατούμενοι. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να τον κάνει να μιλήσει. Αλλά πως;

Οι μέρες περνούσαν και η Δανάη δεν έπαιρνε απάντηση. Οπότε τον συναντούσε, ρωτούσε για το αν έμαθε κάτι. Εκείνος απέφευγε να απαντήσει. Κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Αποφάσισε να του μιλήσει ανοιχτά. Αυτή την φορά θα τον έκανε να πει τι συμβαίνει. Χωρίς να την αποφύγει. Στάθηκε σε ένα στενό κοντά στο σπίτι του και τον περίμενε.

Όταν την είδε ξαφνιάστηκε.
-Θέλω να μου πεις την αλήθεια! Ειπε και τον σταμάτησε με πείσμα μπροστά του.
- Τι κανεις εδώ; θες να μας δουν; την ρώτησε για να αποφύγει να απαντήσει για ακόμα μια φορά στην ερώτηση της.
- Ξαφνικά φοβάσαι να μην μας δουν Αλη; ξέρω πως κάτι συμβαίνει και αν δεν μου πεις εσύ θα βρω τρόπο να το μάθω από αλλού, εκτός αν... σε αυτό το αν σταμάτησε...Όχι, δεν μπορεί.
- Αν τι;
-Εκτός εάν με άκουσες να μιλάω και τον κάρφωσες εσύ. Αν ο Στέφανος βρίσκεται εκεί εξ αιτίας σου! Μας άκουσες που μιλούσαμε και τα είπες όλα!
-Δ..Δανάη Δεν...
- Τι δεν Αλη; Τι δεν; Γιατί το έκανες; εξ αιτίας σου ο Στέφανος θα κρεμαστεί και εσυ αντί να κάνεις κάτι να επανορθώσεις, τολμάς και με κοιτάς στα μάτια!
- Δεν ειμουν εγώ Δανάη, απάντησε προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του, δεν ειμουν εγώ. Ναι τα άκουσα όλα! Και θα έπρεπε να μιλήσω, αλλά αν το έκανα θα έμπλεκες και εσύ.
- Τότε; ρώτησε προσπαθώντας να συγκρατηθεί.
-Είπα θα κάνω ότι μπορώ, ρώτησα αλλά είναι απόρρητο. Το μόνο που ξέρω είναι ο λόγος που τον κρατάνε και αυτό γιατί το άκουσα από εσένα! Και τώρα μπορείς να με αφήσεις γιατί πρέπει να φυγω; είπε προσπαθώντας να ηρεμισει. Η Δανάη έσκυψε το κεφάλι της και έκανε στην άκρη για να φύγει.

Έκανε μερικά βήματα ώσπου σταμάτησε στο άκουσμα της φωνής της.
-Συγνώμη, είπε ψιθυριστά.
Εκείνος γύρισε να την κοιτάξει και χαμογέλασε λίγο.
-Αύριο το πρωί ελάτε να τον δείτε, είπε και κίνησε να φύγει. Τα μαύρα μάτια της έλαμψαν. Δεν έδωσε σημασία στο πως του επιτράπηκε να πάρει αυτή την απόφαση. Έτρεξε από πίσω του και τον κράτησε από τον ώμο για να τον σταματήσει.
-Συγνωμη, επανέλαβε και του κράτησε το χέρι.
Γύρισε προς εκείνη και της χάιδεψε το αριστερό της μαγουλο. Κοκκίνισε και ασυνείδητα απομάκρυνε το χερι του.
-Αύριο το απόγευμα είπε και έφυγε.
-Αύριο το απόγευμα, επανέλαβε και έφυγε και εκείνη για να το πει και στους δικούς της.

Την επόμενη μέρα, μαζί με την οικογένειά του Στέφανου, περίμεναν να τους φωνάξουν. Δεν άργησαν πολύ. Δύο στρατιώτες βγήκαν και τους έκαναν νόημα να πλησιάσουν. Εκείνοι υπάκουσαν. Οι δύο γυναίκες πέρασαν, στον πατέρα του όμως δεν επιτράπηκε η είσοδος. Με ψηλά το κεφάλι και αποφεύγοντας τα αδιάκριτα βλέμματα των στρατιωτών που έπεφταν προς την νεαρή κοπέλα και δεν σταματούσαν μέχρι να φτάσουν.

  Η πόρτα του κελιού άνοιξε. Η αρετή έτρεξε κοντά στο λυπόθυμο παιδί της. Καθάρισε το αιματοβαμμένο του πρόσωπο και τον κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της. Εκείνος κατάλαβε την ζεστασιά της μητρικής αγκαλιάς και άνοιξε τα μάτια του. Για μια στιγμή κοίταξε την Δανάη που στεκόταν άναυδη στην είσοδο και ξανά την μητέρα του. <<Τι σου έκαναν αγόρι μου;>> αναφώνησε με δάκρυα στα μάτια.

  Πλησίασε η Δανάη, στάθηκε κοντά του και κράτησε το τραυματισμένο, από την σφαίρα, χερι του. Εκείνος με όση δύναμη του απέμεινε, σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε το δεξί της μάγουλο, αντίθετο από εκείνο που άγγιξε ο Αλη την προηγούμενη μέρα. Για να μην τον κουράζει το κατέβασε προσεκτικά.

  Προσπάθησε να κρατηθεί στα πλάγια έβηξε. Αίμα έτρεξε από τον λαιμό του και τον έπνιγε. Γύρισε το κεφάλι του και προσπάθησε να πάρει ανάσα. Τα μάτια του έπεσαν σε μια σκιά έξω από την πορτα. Το βλέμμα του αγρίεψε στην εικόνα της φιγούρας. Σαν μαύρο στοιχειό που το φως έκρυβε τα χαρακτηριστικά του. Προσπάθησε να σηκωθει. Η Αρετή τον κράτησε κάτω. Οι δύο γυναίκες έστρεψαν το βλέμμα τους προς εκείνη την κατεύθυνση. Η σκιά εξαφανίστηκε και το μόνο που έμεινε από εκείνη ήταν ο βαρύς ήχος της μπότας.

ΝΕΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΟ! Μετά από καιρό (έχουν πέσει πολλά και δεν προλαβαινω) υγεία😅

Αν σας αρεσε μπορείτε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να αφήσετε μια γνώμη ή κάποια ιδέα στα σχόλια. Μπορείτε επίσης να προτείνετε την ιστορία σε κάποιον φίλο σας ή και να με ακολουθήσετε γιατί με βοηθάει. Αυτά για σήμερα💕

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now