Κεφαλαιο 21

84 8 32
                                    

  Οι δύο νέοι πέρασαν αρκετή ώρα μαζί. Θυμήθηκαν τις παλιές καλές μέρες, έπαιξαν και γέλασαν σαν μικρά παιδιά, σαν να μην τους είχαν χωρίσει ποτέ. Για έκεινους ο χρόνος ξεκινούσε ξανά εκεί. Στο καταπράσινο αυτό τοπίο.

  Ο χρόνος κυλούσε χωρίς να το καταλάβουν. Τα δύο, για λίγο ακόμα, παιδιά πετούσαν πέτρες στο ποτάμι και έκαναν αγώνα για το ποιος θα την έφτανε πιο μακρυά.

-Προσπάθησε να ρίχνεις πιο ψηλά για να φύγει πιο μακρυά, είπε ο Αλη και πέταξε την πέτρα που κρατούσε στον αέρα για να της δείξει.
-Πόσο πιο ψηλα; ρώτησε θυμωμένη και την πέταξε τόσο δυνατά που το χέρι της ξέφυγε και η πέτρα έπεσε στον Αλή κάνοντας τον να χάσει την ισορροπία του και να πέσει.
-Μπράβο Δανάη ωραία βολή, όχι όμως πάνω μου!
 
  Γέλασαν. Σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα της.
- Δεν θα το καταφέρω ποτέ! Παραπονέθηκε.
-Άσε με να σου δείξω.

  Με το δεξί του χέρι κράτησε το δικό της. Το αριστερό πέρασε γύρω από την μέση της και την κράτησε κοντά του. Ασυνείδητα πέταξε την πέτρα από το χέρι της και το έφερε κοντά στο δικό του. Γύρισε να τον κοιτάξει. Της χαμογελούσε. Την έσφιξε στην αγκαλιά του.
-Αλη...είπε και κοίταξε ψηλά.
-Τι είναι όμορφη μου; ρώτησε στα τουρκικά.
-Είναι μεσημέρι...
- Το ξέρω, η πιο όμορφη ώρα της ημέρας.
-Άργησα... θα με περιμένουν στο σπίτι... είπε και απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του.
-Ναι...εεε...σωστό και αυτό...απάντησε κοκκινίζοντας.

  Στον δρόμο της επιστροφής τα γέλια τους έπαυσαν και την θέση τους έλαβε η σιωπή. Ότι είχε συμβεί είχε μείνει πίσω, έπρεπε να μείνει πίσω! Έπρεπε;

  Προσπάθησε να της πιάσει το χέρι. Πίστευε πως ίσως κάτι είχε αλλάξει μεταξύ τους.
-Άκουσα τι είπες...αναφώνησε απομακρύνοντας τον.
- Το ξέρω Δανάη μου...
-Αφού ξέρεις πως δεν γίνεται, ούτε να το προσπαθήσουμε μπορούμε...είπε και σταμάτησε τον βηματισμό της.
-Τι δεν γίνεται;
-Ανήκουμε σε διαφορετικούς κόσμους, μην ξεχνάς πως είσαι Τούρκος και είμαι...
-Τι είσαι Δαναη; είπε διακόπτοντας την. Τι διαφορετικό είσαι; Εδώ γεννήθηκες! Εδώ μεγάλωσες!
-Δεν είναι μόνο αυτό!
-Αν έφταιγε αυτό σε έπαιρνα και φεύγαμε και δεν μας ξαναβρίσκει κάνεις!
-Αλή τι λες;
-Σε αγαπώ Δανάη!

  Με μια απότομη κίνηση την τράβηξε κοντά του και την φίλησε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και πάλευε με το μυαλό της που της ζητούσε να σταματήσει αυτή την τρέλα. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στο άγγιγμα του. Τον σταμάτησε μόνο για να πάρει μια ανάσα. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν κάνοντας τον να κοίταξε αμήχανα αλλού. Έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της και τον φιλισε και εκείνη.

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now