Κεφάλαιο 25

87 4 11
                                    

Μεγάλο Σάββατο μεσημέρι στην Ανατολίτικη Πόλη. Λίγο μετά την πρώτη Ανάσταση. Οι δρόμοι γέμισαν καθώς οι πιστοί είχαν φτάσει απο κάθε γειτονιά στην Μητρόπολη για να ακούσουν το χαρμόσυνο μήνυμα.

Πάσχα σημαίνει πέρασμα. Πέρασμα από τον θάνατο στην ζωή. Από την σκλαβιά στην ελευθερία. Πάσχα στις ψυχές των ανθρώπων. Αυτή η κρυφή ελπίδα της ελευθερίας μέσα τους, πως μια μέρα θα γιορτάσουν ελεύθεροι, γιόρταζε μαζί με την ελπίδα της αιωνιότητας. Το Ποθούμενο* όμως βρισκόταν ακόμα πολύ μακρυά...

Οι ετοιμασίες για την Κυριακή ξεκινούσαν από την αρχή, ακόμα της Εβδομάδας. Τα σπίτια ασπρίζονταν, οι γειτονιές μύριζαν μαστίχα και κανέλα από τα παραδοσιακά κουλούρια και τα τελευταία κόκκινα αυγά ετοιμάζονταν για το αυριανό τσούγκρισμα.

Καθισμένη στο πεζούλι, δίπλα στην νεαρή τριανταφυλλιά, η Δανάη έπλενε το άσπρο τραπεζομάντιλο της Λαμπρής. Ο μικρός της αδερφός παραδίπλα σχεδίαζε το τσερκένι (χαρταετό) του. Φέτος, που μεγάλωσε, θα έφτανε ψηλά, πιο ψηλά από τα σύννεφα! Ήταν βέβαιος για την επιτυχία του και χαμογελούσε περήφανα. Με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε την αδερφή του που έτριβε το τραπεζομάντιλο.
- Θα με βοηθήσεις να δέσω το ύφασμα στο ξύλο; ρώτησε και πλησίασε κοντά της.
-Σε λίγο, απάντησε και συνέχισε την εργασία της.
-Όλο σε λίγο λες και το λίγο ποτέ δεν τελειώνει!
-Αφού βλέπεις πως έχω δουλειά και...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της και το λευκό ύφασμα γλύστρισε από τα χέρια της. Ο μικρός το μάζεψε πρόχειρα και έτρεξε μέσα στο σπίτι. <<Δώσε το πίσω>> φώναξε και τον ακολούθησε. Εκείνος εσείς στο δωμάτιο του και κλείδωσε την πόρτα.

Προσπάθησε να ανοίξει χωρίς αποτέλεσμα. Χτύπησε πεισματικά δύο φορές το ξύλο και ξαναπροσπάθησε. Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε στην πίσω αυλή και προσπάθησε να σκαρφαλώσει από το ανοιχτό παράθυρο. Κρατήθηκε από το μαρμάρινο πεζούλι και συνέχισε. Βήμα βήμα ο ασπρισμένος τοίχος στιγματιζόταν από τα αποτυπώματα των παπουτσιών της μέχρι να μπει στο δωματιο.
-Έτσι και πέσεις στα χέρια μου μικρέ ζεβζεκή* θα...

Η πόρτα χτύπησε διακόπτοντας την απειλή της.
-Με εσένα μικρέ θα τα πούμε σε λίγο! Είπε η Δανάη και έτρεξε να ανοίξει.

Στο κατώφλι στεκόταν ο Στέφανος. Ο όμορφος νεαρός φαινόταν πως είχε αναρρώσει από τα τραύματα του, εκτός από το δεξί του πόδι που με δυσκολία πατούσε στο έδαφος. Ντυμένος με την καλή του φορεσιά, το λευκό του πουκάμισο με το μαύρο γιλέκο και, φυσικά, την καλή του βράκα, κρατούσε με όλη του την δύναμη ένα αρνί*. Το ζωντανό επέμενε να προσπαθεί να αποδράσει από τα δεσμά του χωρίς αποτέλεσμα. Κοίταξε το ζώο που προσπαθούσε να πλησιάσει τα φύλλα της τριανταφυλιάς. Το απομάκρυνε από το λουλούδι και κοίταξε ξανά την αρραβωνιαστικιά του χαμογελώντας.

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοDove le storie prendono vita. Scoprilo ora