19 Κεφάλαιο

40 3 1
                                    

1867,Μονφεράτο,Ιταλία.

     «Έλα,Στίβεν.Κουνήσου!»φωνάζει μέσα ,από το πλήθος του σταθμού,ο Ρόι.Ο Στίβεν τρέχει να προλάβει να επιβιβαστεί στο τρένο.
  Μαύροι καπνοί μολύνουν την ατμόσφαιρα,θολώνουν την όραση των ατόμων που παρευρίσκονται στο σταθμό.
  Γυναίκες κουνάνε τα άσπρα μαντήλια τους, κεντημένα στο χερι,αποχωρίζονται τους άντρες τους και τα παλικάρια που πηγαίνουν στρατό.
  Άνθρωποι μεταναστεύουν για μιά καλύτερη ζωή,σε ένα καλύτερο μέρος για να ζήσουν.
  Κάποιοι μόλις επέστρεψαν από το ταξίδι τους ή απλώς ειναι περαστικοί και περιμένουν το άλλο τρένο για να πάνε νότια.
  Στο παρά πέντε,ο Στίβεν πατάει πάνω στο τρένο και εκείνο μόλις ξεκινάει.
  «Ευτυχώς...πρόλαβες»τον χτύπησε στον ώμο ο αδερφός του.
  Αυτοί πηγαίνουν προς την πρωτεύουσα για να ξεκινήσουν άλλη ζωή.Ο Ρόι σε λίγο θα πρέπει να επιστρέψει στην στρατιωτική μονάδα,να συνεχίσει τα καθήκοντα του.Ο Στίβεν ειναι πιο μικρός.Στρατό θα δει σε δύο χρόνια,αλλά ο αδερφός του τον ετοιμάζει για να μπορεί να τα βγάζει πέρα με τον καθένα από εκεί
  Του μαθαίνει να χτυπάει,να σέβεται,να υπακούει.Φυσικά και το καθάρισμα δεν παραλείπεται.
Έχει να τελειώσει αυτήν τη χρόνια στο σχολείο και μετά θα περιμένει.

  Το τρένο σταματάει στο σταθμό της Ρώμης και οι επιβάτες βιάζονται να κατέβουν.
  Ο αέρας αυτής της πόλης ειναι διαφορετικός.Άλλο είδος ανθρώπων ειναι στο σπίτι τους,στο Μονφεράτο,άλλο εδώ,στην πρωτεύουσα.
  Κυρίες με υπέρλαμπρα κοσμήματα και φινέτσα ρούχα,καπέλα του ίδιου χρώματος και ομπρέλες στο χέρι.
  Που και που έβλεπες παιδιά να τρέχουν στους δρόμους,άντρες στην αγορά να φωνάζουν,οι κυράδες τους να τούς βοηθούν.
  «Μιά χαρα θα είμαστε.»ειπε στον αδερφό του και σήκωσε τη βαλίτσα του.Ο Ρόι δεν είχε πει που θα μείνουν,τι θα κάνουν.Αλήθεια που;
  Τράβηξε από το χέρι τον Στίβεν και προχώρησαν ανάμεσα στον καινούριο κόσμο.

Τωρα,Οξφόρδη

  Περπατούσαν και οι δύο στους δρόμους της Οξφόρδης κάτω από τον ζεστό ήλιο.
  Τα ξανθά μαλλιά της γυάλιζαν κάτω από το δυνατό φως και ο Στίβεν δεν μπορούσε να μη θυμηθεί τις μέρες που περνούσαν μαζί,που προσπαθούσε να του μάθει να κρατάει χαμηλό προφίλ.
  «Λοιπόν,νομίζω ειναι η πρώτη φορά που έρχομαι εδώ»ειπε η φίλη του.
  «Αλήθεια;Εκατόν ογδόντα οχτώ χρόνια δεν είχες έρθει εδώ ποτέ;»γύρισε και την κοίταξε.Εκείνη σήκωσε τους ώμους της.
  «Είπα μπορεί.Δεν είμαι σιγουρη.»ένωσε τα φρύδια της και τον κοίταξε.Εκείνος της χαμογέλασε περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους της.
  Φτάσανε σε μιά πλατεία με ένα μεγάλο συντριβάνι,κάθισαν εκεί και βλέπανε τους ανθρώπους να απολαμβάνουν τη μέρα τους.
  Κάποιοι βιάζονταν να πάνε στις δουλειές τους και τρέχανε χτυπώντας κατά λάθος περαστικούς.
  «Πόσο καιρό είσαι έδω;»ρώτησε τον Στίβεν.Ένα παιδάκι τρέχει να προλάβει την μπάλα του,η ποια σταματάει στα πόδια τους.Ο Στίβεν του την δίνει και γυρνάει στην ξανθιά γυναίκα δίπλα του.
  «Περίπου ένα χρόνο.»λέει ο Στίβεν.
  «Γιατί δεν ήρθες πίσω;»αυτήν την ερώτηση δεν την περίμενε.Σκέφτηκε λίγο την απάντηση του και φύσηξε τον αέρα από τα πνευμόνια του.
  «Δεν έτυχε»ειπε τελικά.Απέφυγε να την κοιτάξει και εστίασε σε ένα αγόρι που εκάνε σκειτμπορτ.
  «Μη λες ψέματα.Έλα,Στίβεν σε ξέρω καλα.»
  «Δεν λέω ψέματα.»αλήθεια.Δεν της έλεγε ψέματα,αλλά ούτε και όλη την αλήθεια.«Είχα πράγματα να κανω.»η κοπέλα αφουγκράστηκε και κούνησε το κεφάλι της.
  Πάντα καταλάβαινε αν της έκρυβε κάτι και πότε είχε προβλήματα.Τον ήξερε καλά,τριάντα εφτά χρόνια ήταν μαζί,μετά χάνονταν με το καιρό,ανά διαστήματα.
  «Έλα πίσω στην Ιταλία.Μας έλειψες εκεί.Ο Λορέντζο όλο παραπονιέται.»παραπονέθηκε τώρα και αυτή.

Καταραμένη  ζωήTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon