5 κεφάλαιο

89 6 0
                                    

Αφού τέλειωσαν με το φαγητο,η Τσάρλι,ανέβηκε στο δωμάτιό της και δεν βγήκε από εκεί μέχρι το βράδυ.Καθόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και σκεφτόταν διάφορα πράγματα.Σκέφτηκε κιόλας,αν θα ζούσε ο πατέρας της,πως θα ήταν η καθημερινότητά της.Στη σκέψη αυτή δάκρισε.Της έλειπε πολύ και δεν μπορούσε να το κρύψει από τον ίδιο της τον εαυτό.Όμως κάποια πράγματα,καλά ή άσχημα,γίνονται για συγκεκρημένους σκοπούς.Με τα συμβάντα της ζωής,γίνεσαι πιό δυνατός,δεν αφήνεις να σε καταστρέψουν,ό,τι και να είναι αυτό που συνέβει στο παρελθόν.Το πολεμάς και το ξεχάς φτιάχνοτας το μέλλον σου.

Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και η Τσάρλι,από την ζέστη,σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πιεί λίγο νερό.Όταν έφτασε,είδε και τον Άνταμ εκεί να κάθεται σε μία καρέκλα.

«Δεν κοιμάσε?»τον ρώτησε η Τσάρλι βάζοντας σε ένα ψηλό ποτήρι νερό.

«Όχι.Δεν μπορούσα και κατέβηκα.»της απάντησε χαμηλόφωνα.Τελευταία είχε κάποιες αϋπνίες και δεν κοιμότανε καλά,και δυο-τρείς φορές είχε αργήσει στο σχολείο.Έκανε και λίγες κοπάνες και έφευγε χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν.

Μετά τη μικρή συζήτησή τους,ανέβηκαν πάνω και μπήκαν στα δωμάτιά τους.Η Τσάρλι πήδηξε πάνω στο κρεβάτι της και κουκουλώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα.Μύριζαν τόσο ωραία.Μία μεθυστική μυρωδιά λεβάντας και καρύδας σε περικύκλωνε και μεθούσες από το άρωμά τους.

Το πρωί,βρήκε την Τσάρλι στο κρεβάτι να κοιμάται.Ευτυχώς ήταν Σάββατο,δυστυχώς για την Τσάρλι,είχε την Κλάρα στο κεφάαλι της.Ήταν το πάρτι σήμερα,και δεν ήθελε να πάει.Έπρεπε όμως.

Κατέβηκε κάτω για πρωϊνό,και δεν βρήκε κανέναν.Πήρε ένα τηγάνι και τα υλικά της και έφτιαχνε το πρωϊνό.Έφτιαξε εφτά μεγάλες τηγανίτες,με μέλι και σιρόπι σοκολάτας.

Πρώτος κατέβηκε ο Άνταμ και έκατσε σε μία καρέκλα στο τραπέζι απέναντι από την αδερφή του.Πήρε μια τηγανίτα με μέλι και την καταβρόχθισε στο λεπτό.Μετά από λίγο,κατέβηκε η Λουίζ με τις πυτζάμες της.

«Καλημερα μαμά.»της είπε η Τσάρλι και τής έβαλε δύο τηγανίτες σε ένα πιάτο και το έβαλε προστά της.

«Ευχαριστώ»της χαμογέλασε και τσίμπησε την τηγανίτα της.

Το απόγευμα,η Κλάρα,στις έξι ακριβώς,στεκόταν έξω από την πόρτα της.Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε να εμφανιστεί η Τσάρλι.

«Γειά σου»της είπε η Τσάρλι και χαμογέλασε.

Μπήκαν μέσα και ανέβηκαν στο δωμάτιό της.Ήταν λίγο ακατάστατα,αφού θα τα κάνανε χειρότερα δεν είχε συμαζέψει.

Καταραμένη  ζωήWhere stories live. Discover now