4 κεφάλαιο

86 6 0
                                    

Όλα  περνούσσν γρήγορα εκείνη τη μέρα,είχε και την Κλάρα στο κεφάλι της.

Όταν σχόλασαν,πήγε σπίτι της,όμως στον δρόμο μια έκπληξη την περίμενε.Όπως έστριψε στην γωνία προς το σπίτι της,κάποιος την περίμενε,τυχαία.Ήταν ένας τύπος ψηλός,με σκυμμένο κεφάλι,τα χέρια στις τσέπες,με ένα δερμάτινο μπουφάν,μαύρο παντελόνι.

Λίγο τρομοκρατήθηκε,αλλά συνέχισε την πορεία της,Όταν έφτασε σχετικά κοντά του,μια ανακούφιση βγήκε από μέσα της.«Αχ,με ψηλοτρόμαξες»του είπε

«Γιατί,συγνώμη»της ρώτησε και την κοίταξε εξεταστικά.

Μείνανε για λίγο να κοιτιούνται.Εκείνος κοιτούσε τα δικά της μεγάλα μάτια και αυτή τα  υπέροχα δικα του.

«Αμ,τίποτα.Γειά»του είπε και του χαμογέλασε  ντροπαλά.Ποτέ δεν ντρεπόταν να μιλάει με άλλους,ούτε ένιωθε άβολα,μόνο σε διαφορετικές περιπτώσεις,και τώρα ένιωθε άβολα κατά πολύ.

Μπήκε στο σπίτι της και ανέβηκε αργά τις σκάλες και έφτασε στο δωμάτιό της.Πέταξε την μπλέ τσάντα της στο διπλό με τα μωβ σεντόνια της και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.Όπως κοιτάχτηκε στον καθρέφτη,μια σκιά εμφανίστηκε από πίσω της.Γύρισε απότομα,όμως δεν είδε τίποτα.

Έτρεξε γρήγορα κάτω και έπιασε το τηλέφωνο.

«Άνταμ,πού είσαι?»τον ρώτησε μέσα στον πανικό της και σιγανά μήπω ήταν κλέφτης εείνο που είδε στον καθρέφτη και δεν ήθελε να ακουστεί.

«Έξω,με το Μάικ.Γιατί?»της απάντησε περίεργος

Η Τσάρλι κοίταξε γύρω της πανικόβλητη και απάντησε μονολεκτικά,«οκ»και πριν προλάβει να της απαντήσει ο Άνταμ,έκλεισε το τηλέφωνο.

Πήγε να βγεί από το σπίτι,μα μία φωνή την σταμάτησε.

«Πότε ήρθες?»τη ρώτησε και εκείνη γύρισε να δει ποιός είναι.

«Μαμά?Εδώ ήσουνα?»ρώτησε και εκείνη παραλύποντας την ερώτηση της μητέρας της.

«Ναι,από το πρωί.»απάντησε σταυρώνοντας τα χέρια μποστά της.

«Ωραία»είπε η Τσάρλι με την σειρά της και ανέβηκε τις σκάλες πάλι,γρήγορα αυτή τη φορά.Ξανά μπήκε στο δωμάτιό της και άνοιξε ένα μικρό μπλε μπλοκ.

Άρχισε να ζωγραφίζει ένα μεγάλο πρόσωπο.Το μισό ήταν χαρούμενο,με ένα αγνό χαμόγελο στο ένα μέρος του χείλος του.Από την άλλη,σκίασε ένα λυπημένο μέρος του προσώπου,με ένα δάκρυ να κυλάει από την άκρη του ματιού μέχρι το πιγούνι του προσώπου.

Μετά από λίγο,η μαμά της χτύπησε την πόρτα.

«Έχει φαγητό έτοιμο,θές?»ρώτησε η Λουίζ αλλά δεν πήρε απάντηση.Πλησίασε λίγο παραπάνω προς την Τσάλρι και έκπληκτη είδε πως ζωγραφίζει ξανα.

«Έχεις καιρό να ζωγραφίσεις»της είπε.

«Ναι,από τότε που πέθανε ο μπαμπάς»της απάντησε σε αυτό που είπε και στάφηκε σε εκείνη

«Έλα κάτω  να φας»είπε στην Τσάρλι χα'ι'δέβοντας τα μαλλιά της.

Καταραμένη  ζωήTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon