Κεφάλαιο 22

18 3 0
                                    

Στο τέλος της εβδομάδας, η Τσάρλι με τον Ανταμ θα πηγαίνανε στο Φαριγκντον,στη γιαγιά τους.
Πήραν το αυτοκίνητο και τα πράγματά τους και ξεκινήσανε.
Ευτυχώς δεν είχε κίνηση, σχεδόν καθόλου και η διαδρομή τους ήταν πιο ευχάριστη, παρα τις πολλές ώρες διαδρομής.

Μετα απο τον μακρύ δρόμο μέχρι το Φάριγκτον,το αυταρχικό μικρό σπίτι της γιαγιάς Μελισα εμφανίστηκε μπροστά τους.
Η γυναίκα καθόταν στη κουνιστή καρέκλα της έξω στη μεγάλη βεράντα πλεκοντας με τις βελόνες της. Μόλις αντίκρισε τα δυο της εγγόνια που είχε ενα χρόνο να τα δει.Σηκώθηκε απο την καρέκλα και πήγε να τους αγκαλιάσει.
«Γιαγιά »φώναξε η Τσάρλι και έπεσε στην αγκαλιά της γιαγιάς.
Μετά αγκάλιασε τον Ανταμ που του είχε και τόση αδυναμία,από μικρο παιδάκι που ήταν.

«παιδιά μου,τι κάνετε;»τους σέρβιρε λίγο τσάι και τα υπέροχα κουλουράκια μέντας.
«Πολύ καλά, γιαγιά »απάντησε η Τσάρλι.
«Μου λειψατε τόσο πολύ!»σκουπισε το δάκρυ της απο την άκρη του ματιού της
«εσύ να δεις ποσό..»την έβαλε στην αγκαλιά του ο Ανταμ.
Τα κουλουράκια μέντας μέσα σε δυο λεπτά έγιναν καπνός.
«Πηγαίνετε να αφήσετε τα πράγματα σας και εγω θα σας κάνω τις πένες με μελιτζάνα και την ωραία σάλτσα μου,τι λέτε;"
Πήγαν να τακτοποιηθούν πανω τα παιδιά όσο η γιαγιά Μελισα έφτιαχνε τις υπέροχες πένες της.
«Τι κάνει η μητέρα σας;»τους ρώτησε κατά τη διάρκεια του φαγητού. Τα αδέρφια κοίταξαν ένας τον άλλον περίεργα.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκετε η μητέρα τους είναι η ίδια εδώ και πεντε χρόνια σχεδόν.
«Η μαμά είναι... προσπαθεί » απάντησε ο Ανταμ βλέποντας πως η Τσάρλι δυσκολευόταν. Η γιαγιά σκιάστηκε και χαμήλωσε το κεφάλι.Όλοι ήξεραν ποσό επηρρέασε ο θάνατος του Φίλιπ Μάρλοου την Λουίζα και γενικά συγγενείς του.
Μέχρι αργά το απόγευμα αντάλλαζαν τα νέα τους και άδειασαν όλο το κουτί με τα μπισκότα μέντας.
«Θα μου επιστρέψετε να πάω να κοιμηθώ. Εξαντλήθηκα»φίλησε τη γιαγιά της και ανέβηκε στο δωμάτιο της.
«Άντε αγόρι μου,πάνε να ξεκουραστείς και εσύ »χτύπησε ελαφρά την πλάτη του Ανταμ και μπήκε στο σπίτι.
Τώρα που πήγαν όλοι να κοιμηθούν, βρήκε ευκαιρία για να κάνει αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει εδώ.
Έψαξε σε όλα τα ντουλάπια,σε κάθε γωνία του σπιτιού προσπαθώντας να βρει αυτό που ήθελε.Τα μάτια του έπεσαν στην βιβλιοθήκη .Άνοιξε την διπλή βαριά πόρτα και κοίταξε γύρω το χώρο. Έτρεξε στο γραφείο,τα συρτάρια, τα έκανε όλα άνω κάτω,πετούσε ενα ενα τα βιβλία απο τα ράφια. Στην απόγνωσή του έπεσε στην καρέκλα και στήριξε το κεφάλι του στα χέρια του.Όπως έκανε πίσω,τα ματια του έπεσαν πανω σε έναν πίνακα και θυμήθηκε,θυμήθηκε που όταν ηταν μικρός,η μαμά του τον είχε μετακινήσει και είχε κάτι απο πίσω.Έτρεξε προς τον πίνακα και τον πέταξε κάτω.Στον τοίχο υπήρχε ενα χρηματοκιβώτιο.
«Να πάρει!»είπε μόλις είδε πως θέλει κωδικό να ανοιξει.Μια μπουνιά θυμού στον τοίχο δεν ηταν και η καλύτερη πράξη.Πόνεσε πολύ.

Το επόμενο πρωί όλα ηταν τακτοποιημένα.Δεν έπρεπε να καταλάβει κανείς τίποτα.
Πρωί πρωί, η Μελισα είχε ήδη κάνει και άλλα, ακόμη περισσότερα κουλουράκια μέντας.Ένας ένας κατέβαινε κάτω και έπαιρνε μια θέση στην κουζίνα καταβροχθίζουντας τα κουλουράκια.
«Κοιμηθηκατε καλά παιδιά μου;»
«Υπέροχα γιαγιά »χαμογέλασε η Τσάρλι. «έλεγα να πάμε στην λιμνούλα και να δούμε και την κα Σμοουκ.»
«Υπεροχή ιδέα μωρό μου.Πάω να ετοιμαστω και πάμε »ανέβηκε η γυναίκα πάνω να αλλάξει.
«Θα έρθεις;»ρώτησε τον Ανταμ.Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Άλλη φορά»χαμογέλασε και έφυγε από την κουζίνα.
Αφού έφυγαν γιαγιά και εγγονή απο το σπίτι,ο Ανταμ βρήκε χρόνο να ψάξει για εκείνο το χρηματοκιβώτιο. Και αφού προσπάθησε ενα σωρό συνδιασμούς,αποφάσησε να προσπαθήσει με ρα χέρια,με διάφορα αντικειμενα...Απελπισμένος, έκατσε κάτω και έκλεισε τα μάτια. Έπρεπε να ανοίξει αυτό το χρηματοκιβώτιο. Και έτσι όπως καθόταν,του ήρθε.
«τόση ωρα ηταν μπροστά μου..»κοίταξε τον πίνακα και τον επεξεργάστηκε. Αυτόν τον πίνακα το ζωγράφισε ο πατέρας του τού είχε πει κάποτε για τα γενέθλιά του.Πληκτρολόγησε την ημερομηνία γέννησής του και το χρηματοκιβώτιο άνοιξε.Μέσα υπήρχαν ένας φάκελος,ενα ξύλινο κουτί και ενα πιστόλι.
Τα έβγαλε όλα εξω και τα επεξεργάστηκε. Άνοιξε το φάκελο και έβγαλε κάτι χαρτιά.Ανάμεσα σε αυτά αντιλήφθηκε και ενα χαρτί με το όνομά του.Το άνοιξε και αρχισε να διαβάζει
«Αγαπημένε μου γιε,Ανταμ,
Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα ,πολύ καλά ξέρεις πως δεν ζω πια.Κάποιος χρειάστηκε να με σκοτώσει.Μην πιστέψεις πως πέθανα τυχαία,όχι!Επέτρεψέ μου να σου εξηγήσω.
Η οικογένεια μας δεν είναι οποιαδήποτε οικογένεια.Είμαστε μια οικογένεια η οποία έχει ένα στόχο: να εξαλείψει όλα τα τέρατα από προσώπου γης.Και τώρα θα σου πω πως υπάρχουν.Ναι,υπάρχουν.Οι βρικόλακες, οι λυκάνθρωποι,οι μάγισσες...Όλα αυτά τα υπερφυσικά όντα είναι αληθινά!
Τώρα,ένας απο εσάς ή εσύ ή η Τσάρλι έχετε κληρονομήσει τη δύναμή μου.Εγώ ήμουν ένας vindicem ή αλλιώς, τιμωρός. Εξολόθρευα τέτοια τέρατα για να προστάτεψω τη γη μου.Είχα μια δύναμη που ένας από εσάς την κατέχει.Θα το ανακάλυψετε όταν ερθει η ωρα.Αυτή θα σας καλέσει,όχι εσείς..και εύχομαι αυτό να μην χρειαστεί να γίνει ποτέ.
Κάτι ακόμα,δεν πρέπει να μάθει ο καθένας για αυτό τον κόσμο. Πίστεψε με,δεν πρέπει. Επίσης,τα Λατινικά και τα Γαλλικά θα σας είναι πολύ χρήσιμα.
Γιε μου,ελπίζω αν έρθει η καταραμένη μέρα που θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσετε ένας απο εσάς την δύναμή σας να το κάνετε σωστά και μαζί γιατί η σύνδεση της οικογένεια είναι ιερή.Πανω απ όλα η οικογένεια γιε μου.Familia sacrum vinculum.
Ο πατέρας σου»

Καταραμένη  ζωήWhere stories live. Discover now