Κεφάλαιο 24

20 2 0
                                    

Τα δυο αδέρφια αποφάσισαν πως ηταν καιρός να φύγουν και να επιστρέψουν σπίτι τους.
Αργά το απόγευμα λοιπόν,αφού ο Ανταμ έκανε εξονυχιστικό έλεγχο σε όλο το σπίτι, και ιδιαίτερα στη βιβλιοθήκη, πήρε ό,τι θεώρησε σημαντικό και μυστηριώδες και έφυγαν. Συμφώνησαν πως τίποτα δεν θα κρατήσουν μυστικό μεταξύ τους και θα βρούνε λύση μαζί. Αν και νέοι σε αυτόν τον υπερφυσικό κόσμο, μπήκαν κατευθείαν στο "πετσί" του ρόλου.
Ο δρόμος προς το σπίτι φάνταζε πιο μακρύς. Αν και έρημος μες στο βράδυ, ήταν λες και οδηγούσαν σε εναν πολυσύχναστο δρόμο. Η σιωπή δεν το έκανε καθόλου πιο εύκολο. Μέχρι τη στιγμή που έφτασαν στο σπίτι δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Τα πράγματα,όσο και να μην ήθελαν,δεν θα ήταν τα ίδια ούτε στο ελάχιστο.
«Θα φας;»τον ρώτησε η Τσάρλι. Με ενα νεύμα του κεφαλιού του αρνήθηκε χωρίς να πάρει τα μάτια του απο τα σκορπισμένα χαρτιά μπροστά του. Η πόρτα του σπιτιού ακούστηκε να κλείνει και στο σαλόνι εμφανίστηκε η Λουιζ. Δεν το εξέπληξε καθόλου του Ανταμ που την είδε χάλια απο το ποτό. Ακριβώς το ίδιο και η Τσάρλι. Ήταν πλέον σύνηθες φαινόμενο να βλέπουν την μητέρα τους χάλια,μεθυσμένη ,χωρίς να έχει την αίσθηση του χρόνου και του τόπου. Έπεσε στον καναπέ δίπλα στον Ανταμ και ξάπλωσε διπλωμένη εκεί. Ενοχλημένος αυτός,πήρε τα πράγματά του και ανέβηκε πάνω.

Μέρα σχολείου σήμερα. Ποιός είχε όρεξη να πάει να κάνει μάθημα; Ειδικά όταν η ζωή σου έχει πάρει άλλη τροπή...Και όχι μόνο των δύο αδερφών η ζωή άλλαξε,αλλά και άλλον.
Η Κλάρα δεν ήξερε για τα περίεργα πλάσματα της νύχτας παρά μόνο για τη μαγεία ,που και αυτή μπορούσε να την ασκήσει. Δεν μίλησε σε κάποιον από την οικογένεια και δεν σκόπευε μέχρι να διαλευκάνει κάποια πράγματα. Έπρεπε και αυτή να βρεί απαντήσεις σε ερωτήματα που ούτε θα περνούσαν απο το μυαλό της. Αν ρωτούσε την μαμά της,μπορεί και να μην της έλεγε. Αντιθέτως,ο πατέρας ίσως...
Χτύπησε την πόρτα του τρεις φορές. Αφού δεν άνοιξε ξαναχτύπησε και περίμενε πάλι. Και μια τρίτη φορά, αλλά χτύπησε πιο δυνατά και ο Τρέβορ έτρεξε να ανοίξει.
«Κλάρα.»είπε ξέπνοα.
«Γεια σου μπαμπά.»χαμογέλασε και ανταπέδωσε το χαμόγελό της. «Μπες μέσα,έλα »έκανε στην άκρη και προχώρησαν στην κουζίνα.
«Θες λίγο τσάι;»έβαλε στο φλιτζάνι του λίγο πράσινο τσάι.
«Όχι μπαμπά.Ήθελα να μιλήσουμε λίγο.»έκατσε στην καρέκλα και την κοίταξε.
«Για τι; »
«Γι'αυτο που δεν μου λέτε.»ο άντρας μπροστά της την κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Τι ακριβώς; »
«Η μαμά είχε πει κάτι,βέβαια,δεν ήταν εκείνη την περίοδο καλά,αλλά μου είπε πως...είμαι διαφορετική;»το βλέμμα του άντρα σκοτείνιασε, τα χαρακτηριστικά τού προσώπου του άλλαξαν. Και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο παρά μόνο οτι ήρθε η ώρα, η ωρα να αποκαλυφθούν πολλά.

Καταραμένη  ζωήWhere stories live. Discover now