Κεφάλαιο 24

534 53 16
                                    

  Όσο πλησίαζαν τόσο αναγνώριζε αυτόν που βρισκόταν μπροστά. Δεν πίστευε στα μάτια της. Βρισκόταν μπροστά της αυτός που σε κάποια άλλη ονειρική πραγματικότητα ήταν ο έρωτας της ζωής της. Πάνω στο άλογο στητός και σκυθρωπός καθόταν ο Ρον. Τελευταία φορά που τον είχε δει, τον είχε σκοτώσει καθώς ελευθέρωνε το μυαλό της από το μπλόκο στις αναμνήσεις της. Κοκκίνισε άθελά της.

Ήταν αρκετά αλλαγμένος από την εικόνα που είχε στο μυαλό της. Είχε σχετικά μακριά, ελαφρώς σγουρά, μαλλιά, ένα κατακόκκινο μούσι που κάλυπτε σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Φαινόταν μεγαλύτερος, πιο μυώδης. Με ένα βλέμμα βλοσυρό. Στεκόταν πάνω στο άλογο σαν πρίγκηπας με μία άσπρη γούνα στον ώμο του, μάλλον από αρκούδα, βρεγμένος από την βροχή. Την κοίταξε αλλά δεν της έδωσε σημασία. Εκείνη ένιωσε άβολα. Μόλις όμως είδε τον Φρεντ ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του μαλακώνοντας όλα τα σκληρά χαρακτηριστικά του. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά μόλις είδε το χαμόγελο του αλλά αμέσως είπε στον εαυτό της να ηρεμήσει, στο κάτω κάτω ποτέ δεν είχαν κάποια πραγματική σχέση. Κατέβηκε από το άλογο και αγκάλιασε σφιχτά τον Φρεντ.

"Τι κάνεις Φρεντ;" είπε με μια βραχνή και μπάσα φωνή. Ο Φρεντ του χαμογέλασε βεβιασμένα, πράγμα που παραξένευσε την Ερμιόνη καθώς ήταν αδέρφια. Φαινόντουσαν πολύ απόμακροι μεταξύ τους. "Ήρθαμε για βόλτα αλλά μας έπιασε βροχή" είπε ψέματα ο Φρεντ. Ο Ρον κοίταξε με δυσπιστία τις γρατσουνιές και τα σκισμένα ρούχα της παρέας. "Και ήρθες στα μέρη μας και δεν μας είπες τίποτα;". Το εξεταστικό βλέμμα του ακολούθησε το κάθε πρόσωπο και στάθηκε στην Ερμιόνη. Ήταν σαν να προσπαθούσε να καταλάβει το ψέμα. Ποιος ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος. Η Ερμιόνη έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Ο Ντράκο την πλησίασε. "Ρον έχουμε καιρό να σε δούμε" είπε ο Ντράκο παίρνοντας το βλέμμα του από πάνω της. Ο Ρον τον κοίταξε σαν να μην τον είχε προσέξει.

Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Η βροχή είχε σταματήσει. Οι άλλοι τρεις καβαλάρηδες ήταν άγνωστοι. Ο ένας ήταν καστανομάλλης μπορεί και τριάντα χρονών, κοντούλης με μία μακριά μύτη. Τα μάτια του ήταν μπλε σαν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο άλλος ήταν ξανθός, με ίσια μαλλιά πέρα από τον ώμο. Άμα τον κοίταζες αρκετά ήταν σαν τα χαρακτηριστικά του ξαναπλάθονταν συνέχεια. Εκείνη την στιγμή χασμουριόταν και μπορούσες να παρατηρήσεις το σπασμένο του δόντι, μπροστά μπροστά.

"Δυόμιση χρόνια" είπε ο Ρον αυστηρά. "Μιας και είστε εδώ πρέπει να έρθετε να φάτε μαζί μας. Θα στεναχωρηθεί άμα δεν πείτε ένα γεια". Ο Φρεντ συμφώνησε διστακτικά και έκανε νόημα στους άλλους να ακολουθήσουν τους καβαλάρηδες. Ο καστανομάλλης σφύριξε βάζοντας τα δύο δάχτυλά του στο στόμα του, δημιουργώντας ένα κύκλο με τον δείχτη και τον αντίχειρα. Αμέσως δύο άλογα εμφανίστηκαν από το δάσος, σαν να περίμεναν ώρα εκεί μέχρι να τους φωνάξουν. Ο Ντράκο και η Ερμιόνη καβάλησαν το ένα άλογο, ο Νέβιλ και ο Φρεντ καβάλησαν το άλλο. Εκείνα ακολούθησαν τον Ρον και την συνοδεία του σαν υπνωτισμένα. Οι τέσσερις τους κοιταζόντουσαν ανήσυχοι  αλλά ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν εκείνη την στιγμή. έτσι κι αλλιώς πόσο χειρότερα θα ήταν από αυτά που μόλις πέρασαν.

The Broken Time-TurnerΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα