3° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

278 16 0
                                    

Την επόμενη μέρα η οικογένεια ξύπνησε πρωί- πρωί για να ετοιμαστεί και να πάει στο χωράφι μαζί με τους άλλους εργάτες που θα πήγαιναν.
Στις έξι η ώρα ακριβώς χτύπησε η πόρτα στο σπίτι της Ευθαλείας και του Γιώργου.

-Η Γεωργία θα είναι. Πάω να ανοίξω, είπε η Ευθαλεία στον άντρα της και πήγε να ανοίξει.
- Καλημέρα, Ευθαλεία μου. Είσαστε έτοιμοι; Την ρώτησε η Γεωργία,η οποία στεκόταν μπροστά στην πόρτα.
- Καλημέρα,Γεωργία. Είμαστε έτοιμοι εδώ και ώρα και σας περιμέναμε.
-Τότε να πηγαίνουμε,είπε η Γεωργία κοίταξε τον Θανάση,που περίμενε απέναντι.
-Γιώργο, παιδιά, ελάτε φεύγουμε,φώναξε η Ευθαλεία.

Ο Γιώργος τότε,ήρθε στην πόρτα και συστήθηκε στην Γεωργία.

- Καλήμερα, είμαι ο Γιώργος, ο άντρας της Ευθαλείας,είπε ο Γιώργος και άπλωσε το χέρι του.
- Καλημέρα. Είμαι η Γεωργία χάρηκα. Μένουμε απέναντι,είπε η Γεωργία και έδειξε με το δάχτυλο το σπίτι της.

Έπειτα απο λίγο βγήκαν απο το σπίτι και ο Κώστας με τον Δημήτρη και ξεκίνησαν όλοι μαζί για το χωράφι,αφού πρώτα πέρασαν να παρουν και τους υπόλοιπους απο τα σπίτια τους. Όταν φτάσανε στο χωράφι άρχισαν αμέσως τη δουλειά.Κοντά στο μεσημέρι κάνανε διάλειμμα για να ξεκουραστούν λιγάκι.

- Κώστα, πολύ όμορφη αυτή η κοπέλα δε συμφωνείς;είπε ο Δημήτρης σιγανά στον αδελφό του.
-Ποιά απ' όλες, γιατί όλες είναι όμορφες,είπε ο Κώστας και γέλασε.
- Αυτή με τα μαύρα,μακριά μαλλιά και την κόκκινη μπλούζα. Δεν είναι υπέροχη;ρώτησε ο Δημήτρης και αναστέναξε.
- Μου φαίνεται ότι μεγάλωσες απότομα,μικρέ.
-Δεν είμαι μικρός. Λέγε τώρα δεν είναι πολύ όμορφη αυτή η κοπέλα;
-Ναί,είναι πολύ όμορφη Δημητράκη... Θα πάς να της μιλήσεις;
- Δε ξέρω...
- Άντε πάνε,μικρέ. Μην φοβάσαι.
- Τί να της πώ;
-Κάτι θα σκεφτείς στον δρόμο. Πάνε τώρα. Γρήγορα. 

Ο Δημήτρης άρχισε να περπατάει σιγανά προς την όμορφη κοπέλα που είδε,η οποία δεν ήταν άλλη απο την Σταυρούλα, την κόρη της Γεωργίας. Ενώ περπατούσε,γυρνούσε και κοιτούσε τον Κώστα πίσω του.

-Γειά σου, είπε ο Δημήτρης διστακτικά.
-Γειά, απάντησε η Σταυρούλα και χαμογέλασε.
Ο Δημήτρης πρόσεξε πως είχε πολύ ωραίο χαμόγελο και δύο ωραία καταπράσινα μάτια.

-Με λένε Δημήτρη και ήρθα πριν δυό μέρες εδώ στη γειτονιά, με την οικογένειά μου.
- Εγώ είμαι η Σταυρούλα. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω. Απο πού ήρθατε;χαμογέλασε η Σταυρούλα.
- Απο την Αθήνα. Εκεί πέρα είναι  πολύ δύσκολα τα πράγματα. Οι γονείς μου δεν έβρισκαν εύκολα δουλειά και έτσι αποφασίσαμε να έρθουμε σε αυτό το μέρος. Οι δικοί μου λένε ότι λόγω του κάμπου υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνεις. Να σε ρωτήσω κάτι; Είσαι η κόρη της κυρίας Γεωργίας;
- Ναί,εγώ είμαι.
-Το κατάλαβα. Μοιάζετε πάρα πολύ. Νομίζω πως είστε ίδιες.

Η Σταυρούλα χαμογέλασε και κοίταξε τον Δημήτρη.

-Εσείς είστε,λοιπόν οι καινούργιοι που μένετε απεναντί απο εμάς. Η μητέρα μου,μου είπε για εσάς.
- Ναί. Αυτό σημαίνει ότι θα βλεπόμαστε συχνά απο εδώ και στο εξής.
-Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Μιάς και είμαστε και γείτονες.
-Σε ποιά τάξη θα πάς με την καινούργια χρονιά;
-Στην έκτη δημοτικού. Εσύ;
-Εγώ στην τετάρτη. Όμως,θα είσαι μαζί με τον αδελφό μου. Έχετε την ίδια ηλικία.
-Ωραία.
- Χάρηκα πολύ που τα είπαμε,Σταυρούλα. Θα τα πούμε σύντομα.
- Ναί, θα τα ξαναπούμε. Θα τα πούμε.

Χαμογελάσανε ο ένας στον άλλον και αποχαιρετιστήκανε. Ο Δημητρής πήγε κοντά στον Κώστα που ήταν λίγα μέτρα παρακάτω και τον κοιτούσε,χαρούμενος που είχε μιλήσει στην Σταυρούλα.

- Τί έγινε Δημήτρη; Πώς πήγε;Σου έφυγε το άγχος; ρώτησε ο Κώστας,όταν ο Δημήτρης έφτασε κοντά του.
- Μια χαρά πήγε,Κώστα. Είναι πολύ καλή, ξέρεις. Είναι στην ηλικία σου. Θα είστε συμμαθητές.
-Καλά που μου το είπες. Να το ξέρω.Αφού θα είμαστε στην ίδια τάξη,θα την κερδίσω εγώ πρώτος,είπε ειρωνικά ο Κώστας.
-Μην λες βλακείες. Δεν στο είπα γι'αυτό. Και άμα θες να ξέρεις θα την παντρευτώ μια μέρα.
- Θα γίνει γάμος τελικά;Το αποφάσισες;Δηλαδή θα γίνει κουνιάδα μου μια μέρα του μέλλοντος; Αυτό είναι πολύ ωραίο νέο. Να το πω σε όλους;
- Κώστα,σταμάτα!φώναξε ο Δημήτρης.
-Καλά. Πώς κάνεις έτσι;Δεν το είπα ακόμα.

Τα δύο αδέλφια έμειναν αμίλητα για λίγα λεπτά.

- Παιδιά,ελάτε. Δεν θέλετε να φάτε κάτι; Σε λίγο θα ξαναρχίσουμε την δουλειά φώναξε η Ευθαλεία που ήταν απέναντι τους και είχε βγάλει απο την πάνινη τσάντα της, τα φαγητά που είχε ετοιμάσει για να πάρουν μαζί τους.
- Καλά ερχόμαστε,είπε ο Κώστας και κοίταξε τον Δημήτρη.

-Τί κοιτάς,Κώστα;
-Είναι εκεί. Πώς την λένε αλήθεια;Τόση ώρα μιλούσαμε για εκείνη και δεν μου είπες το όνομά της.
-Σταυρούλα την λένε. Είναι κόρη της κυρίας Γεωργίας.
-Έχει και ωραίο όνομα. Όσο για το ποιά είναι η μητέρα της,δεν χρειαζόταν να μου το πείς. Το διαπίστωσα και μόνος μου,αφού είναι μαζί και μοιάζουν κιόλας,είπε ο Κώστας και περπάτησε προς την Ευθαλεία. Το ίδιο έκανε και ο Δημήτρης.

Το ΑπωθημενοHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin