61° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

39 5 0
                                    

Τέσσερα χρόνια μετά

Ο Παύλος είχε μεγαλώσει αρκετά,ενώ με την μικρή του αδελφή ήταν πολύ αγαπημένοι. Η Σταυρούλα φαινοταν ευτυχισμένη, αλλά δεν ήταν πραγματικότητα . Ο Θωμάς σχεδόν κάθε βράδυ ήταν έξω και γυρνούσε αργά.
Έτσι,ήταν και το σημερινό βράδυ. Ο Θωμάς κοιμήθηκε έξω και γύρισε το πρωί.

-Πού ήσουν Θωμά;τον ρώτησε η Σταυρούλα όταν γύρισε το πρωί.
-Όπου θέλω.
-Χαμηλωσε τον τόνο της φωνής σου. Είναι η μικρή πάνω,είπε η Σταυρούλα και πήγε κοντά του.
-Μυριζεις ποτό. Με ποιά γυρνούσες πάλι;Βαρέθηκα πια με σένα.
-Σταματα Σταυρούλα. Πότε σου δεν με αγάπησες. Μιλάς κιόλας;είπε ο Θωμάς και ανέβηκε τις σκάλες για να παει στο μπάνιο. Η Σταυρούλα τον ακολούθησε.
-Εγώ δεν σε αγάπησα;Είσαι πολύ αχάριστος. Αν δεν σε αγαπούσα δεν θα καθόμουν μαζί σου τόσο καιρό.
-Φύγε λοιπόν,αφού το θες. Φύγε.

Ακούστηκε η πόρτα του σπιτιού να χτυπάει και η Σταυρούλα βγήκε απο το μπάνιο και έτρεξε στο δωμάτιο της μικρής Αθανασίας. Άνοιξε την πόρτα, αλλά δεν την είδε μέσα. Κατέβηκε κάτω να την ψάξει,όμως δεν ήταν πουθενά. Ο Θωμάς κατέβηκε κάτω και έκανε να φύγει.

-Θωμά, η Αθανασία δεν είναι στο σπίτι.
-Εσύ είπες ότι ήταν στο δωμάτιο της.
-Ήταν. Μας άκουσε όμως.
-Δεν με πείθεις με αυτά εμένα. Φεύγω θα επιστρέψω το απόγευμα,ειπε ο Θωμάς και πήγε να φύγει.
-Πώς μπορείς να είσαι τόσο αναίσθητος; Τί άνθρωπος είσαι εσύ;Θωμά μην φεύγεις,είπε η Σταυρούλα καθώς ο Θωμάς έφευγε.

Η Σταυρούλα πήγε προς το σπίτι των γονιών της μήπως πήγε εκεί η μικρή Αθανασία. Στον δρόμο έκλαιγε και έτρεμε απο την αγωνία.

Η Αθανασία κατέβηκε τις σκαλες αθόρυβα,άνοιξε την πόρτα και έφυγε απο το σπίτι. Δεν άντεχε να ακούει τις φωνές των γονιών της. Ήταν μικρη και δεν καταλάβαινε γιατί το έκαναν αυτό. Δεν την αγαπούσαν καθόλου εκείνη και τον αδελφό της, σκέφτηκε. Περπατούσε στον δρόμο μόνη της,ενώ στα χέρια κρατούσε την κούκλα της. Εκεί που περπατούσε είδε πολλά μαζεμένα παιδιά σε ένα σπιτι και σταμάτησε να τα κοιτάει. Ένα αγοράκι την πλησίασε από μέσα από τα κάγκελα του σπιτιού.

-Γειά σου κοριτθακι. Πώς σε λένε;
-Αθανασία, είπε η μικρή σιγανά.
-Εγώ είμαι ο Άρης. Έχω γενέθλια σήμερα.Έχω πάρτι. Έλα μέσα μαζί μας να παίξεις.

Η μικρή πήγε μέσα στο σπίτι,ενώ την ίδια ώρα η Σταυρούλα την έψαχνε παντού. Οι ώρες περνούσαν και η αγωνία της μεγάλωνε όλο και περισσότερο για την μικρή της πριγκίπισσα. Η Αθανασία έπαιζε με τα άλλα παιδάκια ωσπου έφυγαν σχεδόν όλα. Ο πατέρας του Άρη,ο Κώστας που την είδε,την πλησίασε.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now