7° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

139 9 0
                                    

Την επόμενη μέρα, τα δύο αδέλφια πέρασν απο το σπίτι της Σταυρούλας, για να πάνε στην αλάνα της γειτονιάς,όπου ήταν το σημείο συνάντησης των παιδιών που έμεναν εκεί γύρω.

- Καλημέρα, κυρία Γεωργία , είπε ο Κώστας,όταν άνοιξε η Γεωργία την πόρτα του σπιτιού.
-Καλημέρα, παιδιά μου. Τί κάνετε; Η μαμά και ο μπαμπάς καλά είναι;
-Καλά είμαστε όλοι μας. Εσείς πώς είστε;
-Να 'σαι καλά, αγόρι μου. Καλά είμαστε κι εμείς.
-Η Σταυρούλα είναι εδώ;ρώτησε ο Δημήτρης.
-Δεν είναι εδώ, παιδιά. Την έστειλα στον φούρνο. Σε λίγο θα έρθει. Ελάτε μέσα να περιμένετε.
-Όχι,δεν χρειάζεται. Να μην σας ενοχλούμε κιόλας.  Όταν έρθει πείτε της να έρθει εκεί που συναντιόμαστε όλοι.
-Σιγά καλέ,δεν ενοχλείτε. Θα της το πω,όμως όταν έρθει να σας βρει,είπε η Γεωργία και τα δύο παιδιά έφυγαν.

Άρχισαν να προχωράνε προς την αλάνα,συζητωντας.

-Κώστα. Πολύ καλά παιδιά ολτοι τους δεν νομίζεις;είπε ο Δημήτρης.
-Ναί,συμφωνώ. Μας δέχτηκαν αμέσως είδες;
-Ναί. Δεν είπαν τίποτα κακό για εμάς.
-Πάντωε,εκείνη η κοπέλα,η Ευαγγελία είναι όμορφη και διαφορετική απο τις άλλες κοπέλες. Έχει κάτι παράξενο πάνω της που με τραβάει.
-Σωστά. Την πρόσεξες βλέπω.  Καλή ειυναι. Την εγκρίνω.
-Σταμάτα. Και εγώ την εγκρίνω. Ξέρεις ποιά,είπε ο Κώστας και μετά δεν μίλησαν άλλο μέχρι που έφτασαν στην αλάνα και είδαν εκεί κάποια απο τα παιδιά να καθόνται.
-Καλώς τα αδελφάκια μας, είπε ο Παναγιώτης.
-Γειά σας παιδιά, τί λέει; ρώτησε ο Δημήτρης.
-Μια χαρά, απάντησαν όλοι.
-Πού ειυναι οι υπόλοιποι;ρώτησε ο Τάκης.
-Πήγαμε απο την Σταυρούλα, αλλά δεν ήταν εκεί. Η μητέρα της,μας είπε ότι είναι στον φούρνο,είπε ο Κώστας.
-Να τη έρχεται η Σταυρούλα, είπε η Παναγιώτα μετά απο ώρα και ο Δημήτρης γύρισε να την κοιτάξει. Ήταν ακόμη μακριά.
-Ωραία, συμπληρώθηκε η παρέα τώρα, είπε ο Τάκης ο αδελφός της Παναγιώτας.
-Γειά σου, Δημήτρη. Ήρθατε απο το σπίτι μου έμαθα,είπε η Σταυρούλα.
-Ναί,αλλά δεν ήσουν εκεί.
-Εμάς δεν μας μιλάς;είπε ο Γιώργος.
-Οχί,είμαι θυμωμένη μαζί σας,είπε και γέλασε η Σταυρούλα.
-Ελάτε, παιδιά. Τί θέλετε να παίξουμε; ρώτησε ο Μανώλης.

Όλη μέρα τα παιδιά παίζανε. Κάθε μέρα μαζευόταν όλοι στο γνωστό μέρος,όπου συναντιόταν κάθε φορά.

Το καλοκαίρι τους πέρασε με πολύ παιχνίδι και πολλές δουλειές στα χωράφια. Όλα τα παιδιά, μέσα σε αυτό το διάστημα έγιναν πολύ καλοί φίλοι με τον Δημήτρη και τον Κώστα.

- Μαμά, θα πας στο σχολειό να μας γράψεις; ρώτησε ο Δημήτρης την Ευθαλεία.
-Ναί, παιδί μου θα πάω. Έφτασε η ώρα. Σε λίγες μέρες ανοίγουν τα σχολεία.
-Να έρθω και εγώ μαζί σου;
- Τί ανυπομονησία είναι αυτή;Να έρθεις μαζί μου,Δημητράκη μου. Αλλά δεν έχετε συνάντηση με τους φίλους σας σήμερα;
- Σήμερα, θα συναντηθουμε το απόγευμα.
- Καλά. Ετοιμάσου. Σε λίγο θα ξεκινήσουμε,είπε η Ευθαλεία και έφυγε απο την κουζίνα.
-Για που θα ξεκινήσετε; ρώτησε ο Κώστας τον Δημήτρη, που μόλις τώρα μπήκε μέσα στην κουζίνα.
-Με τη μαμά, θα πάμε στο σχολείο να μας γράψει. Δεν είναι τέλειο;
-Πρώτη φορά σε βλέπω να χαίρεσαι τόσο πολύ, που θα πας στο σχολείο.
-Δεν ξέρεις, γιατί χαίρομαι όμως.
-Γιατί; Να σου πω εγώ Δημήτρη. Γιατί θα είναι και η γειτόνισσα στο ίδιο σχολείο.
-Εντάξει και γι'αυτό, αλλά θα κάνουμε και καινούργιους φίλους απο το σχολείο. Θα κάνουμε πολλούς φίλους. Ωραίο δεν θα είναι; Μου αρέσει και μόνο που το σκέφτομαι.
-Πιστεύω να είναι καλά παιδιά. Όπως τα παιδιά της γειτονιάς μας και να μας δεχτούν αμέσως. Και να μην πούν κάτι κακό για εμάς.
-Και όχι όπως τα παιδιά στην Αθήνα. Κακομαθημένα και κακομούτσουνα. Εδώ,νομίζω πως θα είναι πολύ διαφορετικά. Αν κρίνω απο τα γειτονόπουλα μας.
-Σωστά.
-Δημήτρη, έλα φεύγουμε, φώναξε η Ευθαλεία απο το σαλόνι.
-Τώρα, έρχομαι, είπε ο Δημήτρης και προχώρησε.
-Εσύ, τί θα κάνεις;γύρισε και είπε στον Κώστα προτού βγει απο το δωμάτιο.
-Λέω να φτιάξω τον κήπο μας πίσω. Έχει κάποια χόρτα και λεω να τα βγάλω.
-Πρόσεχε τις ρίζες απο τα λουλούδια και τα φυτά.
-Δεν είμαι και τόσο χαζός να κόψω τις ρίζες απο τα φυτά,όπως εσύ ας πούμε.
-Το ακούσαμε κι αυτό. Εσύ είσαι ο άγαρμπος εδώ μέσα.
-Άντε φύγε απο εδώ,σπόρε,είπε ο Κώστας και ο Δημήτρης έτρεξε στο σαλόνι.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now