75° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

50 5 0
                                    

Ο Δημήτρης μαγείρευε στην κουζίνα του εστιατορίου του. Φαινόταν κάπως ανήσυχος και απόμακρος. Οι κινήσεις που έκανε ήταν μηχανικές,του όλο του το μυαλό ήταν με μια σκέψη στο μυαλό του.

Όταν τελείωσε με αυτό που έφτιαχνε,βγήκε έξω για να δει την κίνηση στο μαγαζί και αφού δεν είχε πολύ αποφάσισε να κάνει μια βόλτα για να πάρει αέρα. Ξαφνικά όλα τον έπνιγαν εκεί μέσα.

Γυρνούσε ώρες.Πήρε τους δρόμους και βρέθηκε μακρυά στην αγορά,στους αγρούς,στα χωράφια. Στάθηκε κάτω απο την σκιά μιας γερικης,πια αχλάδιας. Θυμήθηκε. Κοίταξε γύρω του.  Ήταν στο χωράφι της Σταυρούλας. Δεν είχε έρθει εδώ τυχαία . Τα βήματα τπυ τον έφεραν σε αυτό το μέρος. Η καρδιά του,που λαχταρούσε όλα αυτά τα χρόνια να δικαιωθεί.

Αυτό το δέντρο ήταν εκείνο που του χάρισε κάποτε την ευτυχία. Τόσες αναμνήσεις κάτω απο αυτό το δέντρο. Εκεί συναντιοταν πριν πολλά,πολλά χρόνια με την Σταυρούλα. Ήταν τόσο ωραία εκείνα τα χρόνια, τα περασμένα. Ήταν τόσο ανέμελοι,τόσο ξεγνοιαστοι τότε. Δεν τους ένοιαζε τίποτα,γιατί είχαν μόνο τον έρωτα τους. Όμως,δεν ήξεραν τι θα τους φέρει το μέλλον.Τώρα όμως,όλα αυτά είναι μια γλυκιά ανάμνηση,βαθιά χαραγμένη στο μυαλό.

-Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια;Πόσο μου έχει λείψει η Σταυρούλα και όλα αυτά που περάσαμε μαζί.  Μακάρι να ήμασταν μαζί και τίποτα άλλο δεν θα ζητούσα, μονολόγησε.

Κάθισε κάτω στην σκιά και ακούμπησε το σώμα στον χοντρό κορμό του δέντρου. Χαλάρωσε τόσο που τον πήρε ο ύπνος.

Flashback
Ο Δημήτρης ήταν γυρισμένος πλάτη και ένιωσε τα απαλά χέρια της, να του καλύπτουν τα μάτια του. Αμέσως κατάλαβε ότι ήταν εκείνη.

-Ήρθες ζελεδακι μου;είπε και γύρισε αμέσως κλείνοντας την στην αγκαλιά του.
-Ήρθα,αλλά δεν θα κάτσω πολύ.
-Μην μου πεις πάλι για τον πατέρα σου. Δεν αντέχω άλλο Σταυρούλα να κρυβόμαστε. Θέλω να έρθω να μιλήσω μαζί του. Να σε παντρευτώ.
-Δεν γίνεται αυτό. Εκείνος με προορίζει για έναν πλούσιο γαμπρό. Θα θυμώσει πολύ.
-Και εσύ θα προτιμήσεις αυτόν, που θα σου δώσει ο πατέρας σου απο εμένα;
-Δεν τον έχω δει ποτέ μου έτσι κι αλλιώς. Άμα έρθει θα τον διώξω με κάποιον τρόπο.
-Φοβάμαι Σταυρούλα, φοβάμαι πολύ μην σε χάσω. Και αν σε χάσω δεν θα το αντέξω.
-Ούτε εγώ δεν αντέχω μακρυά σου. Σ'αγαπάω τόσο που δεν μπορώ να με φανταστώ με άλλον άντρα παντρεμένη,μόνο μαζί σου. Μαζί σου θέλω να 'μαι μια ζωή. Μαζί σου θέλω να κάνω οικογένεια και παιδιά.
-Θα είμαστε για πάντα μαζί ζελεδακι μου,στο υπόσχομαι. Ξέρεις μερικές φορές,τα βράδια όταν είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και δεν με πιάνει ύπνος,ονειρεύομαι τον γάμο μας,τα παιδιά μας. Θα έχουμε ένα μεγάλο σπίτι με πολλά δωμάτια για να χωράνε και όλα μας τα παιδιά.
-Τα παιδιά μας;Πόσα παιδιά θέλεις να κάνουμε δηλαδή;
-Τρία,τέσσερα, πέντε...
-Εξι,εφτά,οχτώ...Είσαι καλά;
-Ναι,αμε πολύ καλά είμαι. Εσένα δεν σου αρέσουν τα μωράκια;
-Μου αρέσουν πολύ βέβαια.
-Ωραία. Λεω να κάνουμε τέσσερα παιδάκια,που να σου μοιάζουνε αρκετά γιατί είσαι τέλεια και πολύ όμορφη φυσικά.
-Τα παραλες. Άμα μοιάζουν εσένα θα είναι ακόμα καλύτερα.

Σήμερα 

Ο Δημήτρης ξύπνησε απότομα. Κοίταξε γύρω του για να καταλάβει που είναι. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει. Αυτό το είχε ζήσει κάποτε σε αυτό το μέρος και τώρα ένιωσε ότι το ξαναζεί. Ένιωθε τόσο αληθινό αυτό το όνειρο. Λες και δεν είχε περάσει μέρα από τότε. Κάτι ήθελε να του δείξει αυτό το όνειρο. Ήταν σίγουρος για αυτό.

Σηκώθηκε πάνω και άρχισε να περπατάει προς το κέντρο της πόλης σαν χαμένος,σκεπτόμενος τις αναμνήσεις του. Όλα του τα χρόνια με κάθε λεπτομέρεια. Ήθελε τόσο να κλάψει για τον χαμένο του έρωτα. Το απωθημένο του. Γιατί αυτό ήταν η Σταυρούλα για εκείνον. Ένα απωθημένο...  Έζησαν μαζί κάποιες στιγμές ευτυχίας και ύστερα χάθηκαν στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας και του εγωισμού.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now