6° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

151 11 0
                                    

-Ναί. Θα πάω. Πού είναι το δωματιό της;ρώτησε ο Δημήτρης.
-Η δεύτερη πόρτα αριστερά στο διάδρομο αυτόν είναι το δωμάτιό της. Τρέχα Δημητράκη μου, είπε η Γεωργία.

Ο Δημήτρης ξεκίνησε για το δωμάτιο της Σταυρούλας. Περπάτησε στον διάδρομο και σταμάτησε στον καθρέφτη,που υπήρχε στην αρχή του και στάθηκε μπροστά του. Κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη,πήρε μία βαθιά ανάσα και ύστερα προχώρησε για λίγα εκατοστά. Είδε δύο πόρτες σε κάθε πλευρά του διαδρόμου,ενώ στο βάθος,ακριβώς απέναντι του υπήρχε άλλη μία πόρτα.

Στάθηκε έξω απο το δωμάτιο της Σταυρούλας και χτύπησε την πόρτα.Μόλις άκουσε την φωνή της, να του λέει "ναί" μπήκε μέσα.

-Γειά σου Σταυρούλα, είπε χαμηλόφωνα.
-Γειά σου,Δημήτρη. Πέρασε μέσα. Μην ντρέπεσαι, του είπε η Σταυρούλα και του γέλασε με το πιο όμορφο χαμόγελό της.
- Ήρθα με τον πατέρα μου.  Ήθελε να συζητήσει με τον πατέρα σου.
-Απο ότι βλέπω ταιριάξανε στις απόψεις. Κάνουνε πολύ παρέα. Και οι μαμάδες μας το ίδιο,είπε η Σταυρούλα.
-Αφού κάνουν οι γονείς μας τόσο παρέα, γιατί να μην κάνουμε κι εμείς; Σωστά; ρώτησε ο Δημήτρης και την κοίταξε.
-Ναί. Φυσικά. Άμα το θέλεις και εσύ.
-Και βέβαια το θέλω να κάνουμε παρέα. Πάρα πολύ μάλιστα,είπε ο Δημήτρης και κοίταξε γύρω το δωμάτιο.
Ήταν αρκετά μεγάλο σε σχέση με το δικό του,που το μοιραζόταν με τον Κώστα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε αποχρώσεις του κόκκινου και το κρεβάτι που ήταν απο την μεριά της πόρτας ακουμπούσε στην γωνία των δύο τοίχων,ενώ δίπλα υπήρχε ένα κομοδίνο.
Η Σταυρούλα καθόταν μπροστά απο ένα ξύλινο γραφείο απέναντι και διάβαζε ένα περιοδικό.

-Σου αρέσει το δωμάτιο μου;τον ρώτησε η Σταυρούλα,αφού πρόσεξε πως κοίταζε το δωμάτιο.
-Είναι πολύ ωραίο και μεγάλο. Εγώ δεν έχω το δικό μου δωμάτιο. Το μοιράζομαι με τον αδελφό μου.

Ξαφνικά, ακούστηκε η πόρτα να χτυπάει.

-Σας έφερα χυμό να πιείτε και κάτι μπισκοτάκια να φάτε. Να δοκιμάσεις,Δημητράκη και να μου πεις αν σου άρεσαν. Εγώ τα έφτιαξα, είπε η Γεωργία,αφού άνοιξε την πόρτα.
-Σε ευχαριστούμε μαμά,είπε η Σταυρούλα και αφού πήρε τον δίσκο με τα ποτήρια και το πιάτο,τον έβαλε πάνω στο γραφείο της.

Την ίδια στιγμή,στο σαλόνι ο Γιώργος με τον Θανάση μιλούσαν για τον λόγο,που είχε πάει σπίτι του Θανάση, ο Γιώργος.

-Θανάση, όπως ξέρεις ήρθαμε εδώ στην επαρχία,γιατί περνούσαμε δύσκολα οικονομικώς στην Αθήνα. Ήρθαμε εδώ με κάποια χρήματα που είχαμε στην άκρη,ψάχνοντας δουλειά και βρήκαμε αμέσως,καθώς μας την δώσατε εσείς.
-Ναί το ξέρω, Γιώργο. Στην Αθήνα άλλο κλίμα,άλλοι άνθρωποι που ανοίγονται πιο δύσκολα.
- Όπως τα λες είναι. Και επειδή δουλέψαμε και οι τέσσερις μας, οικογενειακώς στο χωράφι σας, παίρνω το θάρρος να σου ζητήσω αυτά τα μεροκάματα που κάναμε όλοι μας.
-Να σου τα δώσω,Γιώργο. Να σου τα δώσω. Ξέρω ότι περνάτε δύσκολα. Έχεις και δύο παιδιά να θρέψεις. Είναι δύσκολη εποχή η σημερινή. Πρέπει να δουλέψεις σκληρά και άμα έχεις και παιδιά είναι ακόμη δυσκολότερο,είπε ο Θανάσης,έβγαλε ένα πορτοφόλι που ήταν φουσκωμένο και έδωσε στον Γιώργο ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.
-Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Θανάση. Είσαι πραγματικός φίλος.
-Σιγά μωρέ. Δουλέψατε για αυτά τα χρήματα και τα αξίζετε.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now