17° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

101 9 0
                                    

-Έλα, Σταυρούλα. Θα σε πάω σπίτι σου,είπε η Μυρτώ.
-Δεν χρειάζεται. Μπορώ να πάω και μόνη μου. Είναι αρκετά μακριά,θα κουραστείς.
-Να μην σε μαλώσει ο πατέρας σου, επειδή λείπεις απο το μεσημέρι.
-Και ο δικός σου ο πατέρας θα σε μαλώσει άμα αργήσεις περισσότερο. Μην ανησυχείς για εμένα. Θα είμαι μια χαρά. Πήγαινε σπίτι σου. Εγώ μπορώ να αντιμετωπίσω τον πατέρα μου,είπε η Σταυρούλα και κοίταξε την Μυρτώ.
-Σίγουρα;Θα είσαι εντάξει;
-Ναί. Μην ανησυχείς.
-Μόλις φτάσω σπίτι, θα σε πάρω τηλέφωνο για να δω αν έφτασες.
-Εντάξει, Μυρτώ. Τα λέμε.

Η Σταυρούλα μόνη ξεκίνησε για το σπίτι της. Στον δρόμο την έπνιγαν οι σκέψεις της. Δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς θα το έλεγε στους γονείς της,ότι είναι έγκυος στο παιδί του Δημήτρη; Τον πατέρα της τον φοβόταν πολύ. Θα γινόταν θηρίο ανήμερο,αν το μάθαινε. Όμως,ήθελε πολύ αυτό το παιδί. Ήταν ένα κομμάτι του Δημήτρη. Ήταν ο καρπός του ερωτά τους. Δεν μπορούσε να το "ρίξει".
Όχι αποκλείεται να το κάνω αυτό,σκέφτηκε. Όχι μόνο είναι αντίθετα με τις αρχές μου,αλλά δεν μου κάνει καρδιά να σκοτώσω αυτή την αθώα ψυχούλα. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.

Με αυτές τις σκέψεις που την βασάνιζαν έφτασε στο σπίτι της. Αφού στάθηκε για λίγο απο έξω και κοίταξε λίγο απέναντι το σπίτι του Δημήτρη,πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα στο σπίτι. Πέρασε απο τον διάδρομο και βρέθηκε στο σαλόνι,όπου είδε τον Θανάση να κάθεται στην πολυθρόνα,που καθόταν συνήθως.

-Καλησπέρα, πατέρα,είπε η Σταυρούλα και έβγαλε το παλτό της.
-Καλησπέρα, Σταυρούλα. Με ποιόν ήσουν;
-Με την φίλη μου,την Μυρτώ. Σου το είπα και όταν έφυγα. Δεν το θυμάσαι;
-Τόσες ώρες μαζί ήσασταν;Λείπεις απο το μεσημέρι στις δώδεκα και είναι εννιά το βράδυ.
-Ναί,σου είπα πατέρα. Όλη την ώρα με ανακρίνεις. Ούτε αστυνομικός να ήσουν. Παράτα με τώρα,είπε η Σταυρούλα και πήγε στο δωματιό της.
-Πώς μιλάς έτσι; Τρόπος είναι αυτυος;Για ηρέμησε λιγάκι,φώναξε ο Θανάσης και τότε εμφανίστηκε η Γεωργία.
-Τί έγινε, Θανάση. Γιατί φωνάζεις;ρώτησε η Γεωργία.
-Ρώτα την κόρη σου να σου πει.
-Ήρθε;Πού είναι;
-Ναί,εδώ είναι. Στο δωμάτιο της πήγε.

Η Γεωργία πήγε στο δωμάτιο της Σταυρούλας,στάθηκε απο έξω και χτύπησε την πόρτα.

-Σταυρούλα μου. Τί έγινε, παιδί μου; Γιατί μαλώσατε με τον πατέρα σου;ρώτησε όταν μπήκε μέσα.
-Δεν μαλώσαμε, μητερυα. Εκείνος άρχισε την ανάκριση πάλι. Δεν αντέχω άλλο,μαμά.
-Δεν τον έμαθες τόσα χρόνια τον πατέρα σου,παιδί μου; Θέλει να ελέγχει τους πάντες.
-Είμαι μεγάλη γυναίκα πια. Πρέπει να το καταλάβει. Δεν είμαι πια εκείνο το μικρό κοριτσάκι που νομίζει. Μπορώ να προσέχω τον εαυτό μου πια.
-Εγώ το ξέρω παιδί μου, ότι μεγάλωσες. Στον πατέρα σου πες τα. Εσύ τί έχεις; Δεν σε βλέπω πολύ καλά.
-Τίποτα δεν έχω,μαμά.
-Έλα παιδί μου πες μου. Μητέρα σου είμαι. Καταλαβαίνω ότι κάτι βασανίζει αυτό το όμορφο μυαλουδάκι.
-Μαμά,ντρέπομαι τόσο πολύ,είπε η Σταυρούλα και άρχισε να κλαίει.
-Γιατί παιδί μου; Τί συμβαινει;Τί είναι τόσο σοβαρό,που σε κάνει να δακρύζεις;
-Δεν μπορώ να σου πω.
-Γιατί; Σταυρούλα, με στεναχωρείς.Φοβάμαι για σένα. Μιλησέ μου. Έχεις μπλέξει κάπου;
-Όχι,δεν είναι αυτό.
-Τότε τί είναι, κόρη μου;Δεν θα μου πεις;Εσύ πάντα μου έλεγες τα πάντα.
-Καλά, μανούλα μου. Θα σου πω. Μην πεις τίποτα στον πατέρα όμως,γιατί θα γίνει χαμος. Θα θυμώσει πάρα πολύ,αν το μάθει.
-Μην φοβάσαι. Αυτό θα είναι το μυστικό μας.
-Μανούλα μου. Ξέρεις ότι εγώ και ο Δημήτρης είμαστε μαζί,ξεκίνησε η Σταυρούλα.
-Ναί,παιδί μου. Το ξέρω αυτό. Μου το είπες.
-Αυτό που δεν ξέρεις μητέρα είναι ότι...
σταμάτησε και κοίταξε έξω απο το παράθυρο.
-Είναι ότι περιμένω το παιδί του Δημήτρη,συνέχισε.
-Χριστέ μου!Τί θα κάνουμε τώρα; Τί θα γίνει με το παιδί που κουβαλάς στην κοιλιά σου;Εκείνος το ξέρει;
-Όχι,ο Δημήτρης δεν ξέρει τίποτα. Κι εγώ σήμερα το έμαθα. Δεν ξέρω μητερα. Σκέφτομαι...
-Σκέψου καλά. Ο Δημήτρης πρέπει να ξέρει.
-Θα του το πω,όταν συναντηθούμε.
-Εσύ πώς το διαπίστωσες;Είναι σίγουρο;
- Πήγαμε το μεσημέρι με την Μυρτώ στον γιατρό της οικογενειάς της. Είναι καλός γιατρός.
-Να πας και σε έναν άλλον γιατρό για να σιγουρευτείς. Μία δεύτερη γνώμη είναι πάντα καλύτερη.
-Είμαι σίγουρη,μαμά. Σκέψου λίγο,οι συχνές ζαλάδες, οι αναγούλες;
-Αυτά τα συμπτώματα δεν δηλώνουν απο μόνα τους ότι περιμένεις παιδί. Εγώ επιμένω πως πρέπει να πάρεις και μία δεύτερη γνώμη από έναν άλλον γιατρό.
-Καλά, μαμά. Θα το κοιτάξω.
-Σταυρούλα, έλα λίγο. Σε ζητάει η φιλενάδα σου στο τηλέφωνο,φώναξε ο Θανάσης απο το σαλόνι.
-Εντάξει,έρχομαι,φώναξε η Σταυρούλα και κοίταξε την Γεωργία.
- Μαμά μου,μην πεις κάτι στον μπαμπά.
-Εγώ δεν θα πω τίποτα,αλλά αργά ή γρήγορα θα το καταλάβει. Θα αρχίσει να φουσκώνει η κοιλιά σου. Έλα τώρα,σκούπισε τα μάτια σου να μην καταλάβει τίποτα ο πατέρας σου και καήκαμε,είπε η Γεωργία και βγήκε απο το δωμάτιο.
Η Σταυρούλα όταν σκούπισε τα μάτια με ένα χαρτομάντηλο,πήγε στο σαλόνι και πήρε το ακουστικό του τηλεφώνου που ήταν ακουμπισμένο στο ξύλινο έπιπλο. Ο Θανάσης δεν ήταν εκεί,άρα η Σταυρούλα μιλούσε πιο άνετα.

-Ορίστε,είπε.
-"Έλα, Σταυρούλα. Έφτασες σπίτι;"
-Ναί, Μυρτώ. Για να σου μιλάω λες να είμαι ακόμα στον δρόμο;
-"Μην με κοροιδεύεις. Δεν μου λες πώς είσαι;"
-Πώς να είμαι, Μυρτώ; Καλύτερα. Μίλησα στην μητέρα μου,είπε ψιθυριστά η Σταυρούλα.
-"Καλά έκανες. Τί σου είπε;"
-Μου είπε να παω και σε έναν άλλον γιατρό,αλλά εγώ είμαι σίγουρη πια.
-"Να πας Σταυρούλα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Έχει δίκιο η μητέρα σου"
-Καλά. Σε κλείνω τώρα, γιατί έρχεται ο μπαμπάς μου.
- "Εντάξει, φιλενάδα. Θα τα πούμε αύριο. Καληνύχτα."
-Καληνύχτα, Μυρτώ,είπε η Σταυρούλα και έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο.
-Συγνώμη για πριν, Σταυρούλα. Αλήθεια έλεγες ότι ήσουν με την Μυρτώ, είπε ο Θανάσης.
-Καλά που το κατάλαβες, πατέρα,είπε νευριασμένη η Σταυρούλα.
-Μην φέρεσαι έτσι,παιδί μου. Πατέρας είμαι και εγώ. Φοβάμαι για εσένα.
-Μην φοβάσαι,πατέρα. Είμαι μεγάλη πια. Μπορώ να προσέχω τον εαυτό μου. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς.
-Εντάξει, κοριτσάκι μου,αφού μεγάλωσες τί να κάνουμε;Όλοι μεγαλώνουμε. Κανείς μας δεν μικραίνει.

Το υπόλοιπο βράδυ πέρασε γρήγορα. Την Σταυρούλα όμως δεν την άφηναν οι σκέψεις να κοιμηθεί, μέχρι που το ξημέρωμα την πήρε ο ύπνος. Το πρωί ξύπνησε απο τον θόρυβο που έκανε η Γεωργία στην κουζινα.

-Ξύπνησε το κορίτσι μου;ρώτησε η Γεωργία μόλις την είδε να μπαίνει στην κουζίνα.
-Ναί. Δεν κοιμήθηκα καθόλου καλά.
-Το βράδυ που σηκώθηκα σε άκουσα που στριφογύριζες στο κρεβάτι σου. Μην ανησυχείς, παιδί μου. Μία λύση θα βρούμε και θα καταφέρουμε να το πούμε στον πατέρα σου.
-Φοβάμαι τόσο πολύ την αντίδραση του. Δεν θα του αρέσει καθόλου που αγαπάω τον Δημήτρη και περιμένω το παιδί του.
-Μην φοβάσαι. Θα πάνε όλα καλά. Όλα μαζί θα τα αντιμετωπίσουμε,είπε η Γεωργία και σιώπησε.
- Τώρα,πάνε λίγο απέναντι στην Ευθαλεία να της ζητήσεις λίγο κρεμμύδι για το φαγητό και μίλα και του προκομμένου.
-Καλά,μητέρα.

Με αργά βήματα η Σταυρούλα, πήγε απέναντι στο σπίτι του Δημήτρη και δειλά χτύπησε την πόρτα.

-Καλημέρα, Κώστα. Τί κάνεις;
-Καλημέρα, Σταυρούλα. Μία χαρά είμαι. Εσύ;Πώς είσαι;
-Μία χαρά κι εγώ.
- Τί συμβαίνει; Τον Δημήτρη θέλεις;
-Όχι. Την μητέρα σου θέλω. Πες του Δημήτρη όμως, ότι θέλω να συναντηθούμε σε λίγο στο γνωστό μέρος. Είναι σοβαρό.
-Καλά. Θα του το πω. Πέρνα μέσα. Μητέρα. Σε ζητάνε,φώναξε ο Κώστας.
-Ποιός είναι,Κώστα; Εσύ είσαι Σταυρούλα; Τί κάνεις;είπε η Ευθαλεία που πήγε στην πόρτα.
-Καλά είμαι. Η μητέρα μου με έστειλε να σας ζητήσω κρεμμύδι.
-Έλα στην κουζίνα να σου δώσω, παιδάκι μου.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now