16° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

104 8 1
                                    

Η Μυρτώ με την Σταυρούλα ξεκίνησαν για το κτίριο,όπου ήταν ο γιατρός και στάθηκαν στον δρόμο κάτω απο το ιατρείο του.

-Έλα Σταυρούλα μου,εδώ είμαστε,είπε η Μυρτώ, αφού κοίταξαν την τετραόροφη πολυκατοικία που έστεκε μπροστά τους.
-Φτάσαμε,ε;Ρε 'συ Μυρτώ, μήπως να μην πάμε; Δεν έχω τίποτα άλλωστε. Είμαι μια χαρά τώρα. Μου πέρασε και η ζαλάδα. Κάτι παρωδικό θα είναι. Ίσως με τριγυρνάει καμία ίωση.
-Σταυρούλα, γιατί κάνεις πίσω τώρα;Είμαστε απο κάτω. Λοιπόν, παίρνουμε το ασανσέρ, ανεβαίνουμε στον δεύτερο όροφο και είμαστε μια χαρά,έξω απο το γραφείο του γιατρού.  Εξάλλου μας περιμένει. Τον έχω πάρει τηλέφωνο, για να τον ενημερώσω.
-Μυρτώ μου,φιλεναδίτσα μου,δεν μπορώ να πάω.
-Μπορείς. Έλα,πάμε. Θα πας τώρα να δεις τί έχεις,αλλιώς δεν θα πας ποτέ.

Η Σταυρούλα και η Μυρτώ πήγαν στον γιατρό και περίμεναν,ενώ στο σπίτι του Δημήτρη...

-Γιώργο, θέλω να μιλήσουμε για ένα πολύ σοβαρό θέμα,είπε ο Θανάσης που βρισκόταν μαζί με τον Γιώργο στο σαλόνι του σπιτιού και συζητούσαν.
-Τί θέμα,Θανάση; Συνέβη κάτι σοβαρό;Με τρομάζεις,είπε απορημένος ο Γιώργος.
-Θέλω να πάμε κάπου αλλού να μιλήσουμε, γιατί δεν θέλω να μας ακούσουν η Ευθαλεία και τα παιδιά.
-Καλά. Πάμε στο καφενείο,είπε ο Γιώργος και σηκώθηκε.
- Ευθαλεία, εγώ φεύγω. Θα έρθω σε λίγο. Δεν θα αργήσω.
-Εντάξει, Γιώργο μου,είπε η Ευθαλεία,ενώ οι δύο άντρες έβγαιναν απο το σπίτι.

-Παιδιά, ελάτε λίγο που σας θέλω,φώναξε η Ευθαλεία μετά απο λίγα λεπτά.
-Τί έγινε,μητέρα;ρώτησε ο Δημήτρης με αγωνία.
-Πηγαίνετε στην αποθήκη και φέρτε δύο μπλε σακούλες που είναι στην γωνία αριστερά.
-Καλά. Έλα Δημήτρη,είπε ο Κώστας και κατευθύνθηκε στην αποθήκη με τον Δημήτρη να τον ακολουθεί.

-Γιατί χλώμιασες έτσι που μας φώναξε η μάνα μας;είπε ο Κώστας ενώ έψαχνε για τις σακούλες που είχε πει η Ευθαλεία.
-Για μία στιγμή νόμισα,ότι έμαθε για μένα και την Σταυρούλα,απάντησε ο Δημήτρης, ενώ τα μαύρα μπουκλάκια του έπεφταν ελαφρά πάνω στο μέτωπο του.
-Άμα μάθαινε θα το έλεγε και στον πατέρα μας και τότε θα είχαμε οικογενειακό συμβούλιο,είπε ο Κώστας. 

-Κώστα, να σε ρωτήσω κάτι;ρώτησε μετά απο λίγο ο Δημήτρης.
-Τί τρέχει, μικρέ;
-Να,σκέφτομαι κάτι.
-Τί σε απασχολεί,Δημητράκη;Για πες μου.
-Φοβάμαι,πώς κάτι τρέχει με την Σταυρούλα.
-Τί εννοείς; Μαλώσατε;
-Όχι,δεν είναι αυτό.
-Αφού δεν έχετε μαλώσει,τότε τί συμβαίνει;
-Τελευταία έχει πολλές ζαλάδες. Φοβάμαι μήπως συμβαίνει κάτι σοβαρό με την υγεία της.
-Να της πεις να πάει σε έναν γιατρό,άμα έχει κάτι να το προλάβει έγκαιρα.
-Θα πήγαινε σήμερα, μαζί με την Μυρτώ. Με πήρε τηλέφωνο απο ένα περίπτερο.  Έχω πολύ αγωνία.
-Μην φοβάσαι. Θα είναι κάτι περαστικό, θα δεις. Έλα να πάμε αυτές τις σακούλες στην μητέρα μας,γιατί θα μας φωνάζει,είπε ο Κώστας και τότε ακούστηκε η φωνή της Ευθαλείας.
-Κώστα,Δημήτρη. Πού είστε;Μία ώρα να φέρετε δύο σακούλες;Δεν σας έβαλα να σκάψετε.
-Τώρα ερχόμαστε,είπε ο Δημήτρης.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now