36° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

54 6 1
                                    

-Δημήτρη... Κατάφερε να ψελλίσει μόνο και λιποθύμησε.
-Σταυρούλα, κορίτσι μου. Τί έπαθες;είπε η Νόπη και χτύπησε ελαφρά το μάγουλο της Σταυρούλας.
-Φίλε πάνε γρήγορα να φέρεις νερό και οινόπνευμα,είπε ο Μιχάλης αφού σηκώθηκε και πήγε κοντά στην Σταυρούλα.

Η Σταυρούλα μετά απο αρκετή ώρα, ξύπνησε σε έναν άγνωστο χώρο για εκείνη. Μόλις άνοιξε τα μάτια της αντίκρισε την φίλη της και την ξαδέλφη της να κάθονται δίπλα της σε δύο καρέκλες.

-Πού είμαι;Μυρίζει περίεργα εδώ πέρα,είπε και κοίταξε γύρω της.
-Ξύπνησες ξαδελφούλα; Στο νοσοκομείο είσαι. Φοβηθήκαμε τόσο πολύ για εσένα. Λιποθύμησες στο εστιατόριο που πήγατε με τα παιδιά.
-Γιατί με φέρατε εδώ;Πρέπει να παω στο εστιατόριο.
-Είσαι με τα καλά σου;Στην κατάστασή σου; Ο γιατρός είπε να ξεκουράζεσαι,είπε η Νόπη.
-Νόπη, δεν καταλαβαίνεις. Στο εστιατόριο ήταν ο Δημήτρης.
-Ο Δημήτρης; Αφού ο Δημήτρης...
Η Φανή σταμάτησε να μιλάει και επικράτησε σιωπή για λίγο στο δωμάτιο.
- Λάθος θα έκανες. Θα ήταν κάποιος που του έμοιαζε,είπε η Φανή σκεπτική.
-Είμαι σίγουρη,Φανή. Αυτός ήταν. Ήταν ολόιδιος. Ίδια φωνή,ίδια χαρακτηριστικά. Αυτός ήταν. Το ξέρω.
-Μα δεν γίνεται αυτό που λες. Λες να αναστήθηκε και μην ήρθε σε εσένα που όπως λες αγαπιόσασταν παράφορα;είπε η Νόπη.
-Δεν ξέρω και εμένα μου φαίνεται πολύ παράξενο. Να ξέχασε την αγάπη μας πώς γίνεται;Μα δεν γίνεται να του μοιάζει τόσο;ρώτησε η Σταυρούλα και κοίταξε τα δύο κορίτσια.
- Πότε θα φύγω απο εδώ μέσα;ρώτησε.
-Αύριο το πρωί,απάντησε η Φανή.
-Ποιός περιμένει μέχρι αύριο; Εγω θέλω να φύγω σήμερα. Πρέπει να παω να τον δω ξανά,είπε η Σταυρούλα κα πήγε νσ σηκωθεί απο το κρεβάτι.
-Είσαι με τα καλά σου; Δεν υπάρχει περίπτωση να πας ξανά σε εκείνο το εστιατόριο.
-Φανή, δεν είμαι πια μωρώ. Θα παω.
-Σταυρούλα, δεν πρέπει να ταράζεσαι είπε ο γιατρός. Θα παω εγω να τον βρω. Μην ανησυχείς.

Το επόμενο πρωί, η Σταυρούλα βγήκε απο το νοσοκομείο και πήγε σπίτι του θείου της. Έπρεπε να κάθεται όλη μέρα ξαπλωμένη και όλοι την πρόσεχαν πολύ. Η Φανή αφού μίλησε με την Σταυρούλα πήγε στο εστιατόριο, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι είδε τον Δημήτρη.

-Καλησπέρα σας. Τί θα θέλατε;την ρώτησε ένας σερβιτόρος, μόλις την είδε να κοιτάει τον χώρο του εστιατορίου.
-Καλησπέρα. Θα ήθελα να σας κάνω μία ερώτηση.
-Παρακαλώ ό,τι θέλετε,απάντησε ευγενικά ο σερβιτόρος.
-Μήπως, δουλεύει εδώ ως σερβιτόρος κάποιος Δημήτρης Παπαοικονόμου;
-Δημήτρης Παπαοικονόμου;Δεν νομίζω,δεσποινίς. Δεν έχουμε κάποιον σερβιτόρο με αυτό το όνομα.
-Είστε σίγουρος;
-Φυσικά. Δεν υπάρχει σερβιτόρος με αυτό το όνομα σε αυτό το εστιατόριο.
-Σας ευχαριστώ πολύ για την βοηθειά σας,είπε η Φανή και έφυγε απο το εστιατόριο.

Το μεσημέρι μετά το μαθημά της,η Φανή γύρισε σπίτι και μίλησε στην Σταυρούλα.

-Είσαι σίγουρη,Φανή;
-Ναί σου λεω. Δεν υπάρχει κάποιος με αυτό το όνομα,μου είπαν.
-Μα αφού τον είδα. Είμαι σίγουρη, ότι ήταν αυτός. Δεν γίνεται να με ξεγέλασαν τόσο πολύ τα μάτια μου.

Αργότερα, αφού όλοι ήταν στα δωμάτια τους, η Σταυρούλα άνοιξε αργά την πόρτα του διαμερίσματος και βγήκε έξω. Κατέβηκε στον δρόμο του Πειραιά, πήρε ένα ταξί και πήγε στο εστιατόριο που είδε τον Δημήτρη. Περίμενε έξω και έπειτα απο λίγη ώρα τον είδε να βγαίνει εξώ. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά,μόλις αντίκρισε την μορφή του.

-Δημήτρη, Δημήτρη. Εσύ είσαι τελικά, αγάπη μου;φώναξε η Σταυρούλα και πήγε κοντά του.
-Ποιά είστε,δεσποινίς μου; Δεν σας ξέρω. Τί θέλετε; Και δεν με λένε Δημήτρη,είπε το αγόρι,ενώ την κοιτούσε με απορία.
-Δεν με ξέρεις; Και δεν σε λένε Δημήτρη; Πώς σε λένε δηλαδή;ρώτησε η Σταυρούλα αναστατωμένη.
-Οδυσσέα Στεργίου. Εσένα;είπε το αγόρι και χαμογέλασε πλατιά.
-Σταυρούλα Τριανταφυλλίδου. Δεν σου θυμίζω τίποτα;
-Όχι,γιατί γνωριζόμαστε απο κάπου;είπε ο Οδυσσέας και η Σταυρούλα έπιασε το κεφάλι της.
-Είσαι καλά; Όπως βλέπω είσαι εέκυος.
-Ναί. Πάμε να μιλήσουμε κάπου;
-Πάμε.

Στην διάρκεια της διαδρομής,δεν μίλησαν καθόλου. Η Σταυρούλα ήταν σκεπτική. Σκεφτόταν τι θα έλεγε στον Δημήτρη,πιυ τώρα της παρουσιαζόταν ως Οδυσσέας. Τί είχε πάθει;Γιατί δεν την αναγνώριζε;Μήπως φταίει το ατύχημα για αυτή την κατάσταση του;Μετά απο λίγο περπάτημα,έφτασαν σε ένα κοντινό πάρκο και έκατσαν σε ένα παγκάκι.

-Λοιπόν σε ξέρω;ρώτησε το αγόρι και κοίταξε την Σταυρούλα μέσα στα μάτια.
-Ναί,με ξέρεις. Πάρα πολύ καλά. Δημήτρη σε λένε και γνωριζόμαστε απο μικρά παιδιά. Ετοιμαζόμασταν να παντρευτούμε. Το μωρό που έχω στην κοιλιά μου είναι δικό σου.
-Λες ψέματα. Δεν σε πιστεύω. Μου λες παραμύθια. Πώς γίνεται να πιστέψω σε αυτά που μου λες;Είναι αδύνατον.
-Πρέπει να με πιστέψεις. Σε παρακαλώ. Λεω την αλήθεια. Αγαπιόμασταν πάρα πολύ. Απο παιδιά. Προσπάθησε να θυμηθείς.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now