63° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

39 5 0
                                    


Η Αθανασία συνέχιζε να μένει στην Γεωργία και τον Θανάση για πολλές μέρες ακόμα. Ο Στρατός και ο Άρης σχεδόν καθημερινά πήγαιναν μαζί της μετά το σχολείο για να καθίσουν εκεί. 

-Παιδιά πάμε λίγο στον θείο μου, που θέλω να του πω κάτι;ρώτησε ο Άρης.
-Έλα ρε Άρη πάνε μόνος σου. Μετά έρχεσαι ξανά. Τί ντρέπεσαι τους παππούδες της Αθανασίας. Πρώτη φορά σε βλέπουν,είπε ο Στράτος.
-Απέναντι είναι. Μην βαριέσαι,σήκω,είπε η Αθανασία.
-Καλά Αθανασία. Θα έρθω σε λίγο,είπε ο Άρης,αλλά η Αθανασία τότε αναστέναξε και σηκώθηκε για να τον ακολουθήσει.
-Πού πάτε; τους ρώτησε ο Θανάσης που τους είδε να βγαίνουν.
-Απέναντι στον θείο του Άρη. Δεν θα αργήσουμε,απάντησε αμέσως η Αθανασία.

Με μιας πέρασαν όλοι τον δρόμο και βρέθηκαν έξω απο την πόρτα του Δημήτρη.

-Γειά σου θείε,είπε ο Άρης μόλις είδε τον Δημήτρη.
-Καλως τα παιδιά. Πώς και αυτό;
-Ηρθαμε να σε δούμε Δημήτρη. Σε πειράζει;είπε η Αθανασία και χαμογέλασε.
-Καθόλου κοριτσάκι μου,είπε ο Δημήτρης και της χάιδεψε τα μαλλιά.

Τα τρία παιδιά πέρασαν μέσα στο σπίτι,αφού και ο Στράτος είχε τρέξει και εκείνος από πίσω τους όταν περνούσαν τον δρόμο.

Ο Άρης κοίταξε γύρω το σπίτι. Στο σαλόνι,ο καθρέφτης και από κάτω το ντουλάπι με διαφορά χαρτιά μέσα του. Πάνω του στεκόταν άπειρες κορνίζες με φωτογραφίες,μα τα μάτια του στάθηκαν σε εκείνη την μια... Σε εκείνη που ο παππούς και η γιαγιά του χαμογελούσαν από ευτυχία.
Την θυμάται εκείνη την μέρα,παρόλο που ήταν πολύ μικρός. Ήταν στην βάφτιση του δεύτερου γιού του θείου του, του Δημήτρη.

-Θείε,είπε ο Άρης με την δυνατή του φωνή,θέλω να σου πω κάτι, είπε πια όταν καθόταν στους καινούργιους καναπέδες που στόλιζαν τώρα το σαλόνι.
-Τί αγόρι μου;Πες μου.
-Ο πατέρας μου δεν είναι όπως πρώτα και φοβάμαι,μήπως συνέβη κάτι.
-Δηλαδή τί έχει;
-Η συμπεριφορά του είναι αλλαγμένη. Σαν κάτι να τον απασχολεί. Εσύ δεν ξέρεις κάτι;
-Όχι,αλλά μην ανησυχείς. Θα του μιλήσω και θα μάθω.


Η Σταυρούλα μέρα με την μέρα μαράζωνε που δεν έβλεπε την κόρη της. Κάθε μέρα την σκεφτόταν και έκλαιγε. Την ξέχασε και δεν θα γυρίσει ξανά σπίτι σκεφτόταν και όλο και πιο πολλά δάκρυα γέμιζαν τα μάτια της. Είχε βέβαια τον Παύλο,αλλά στην Αθανασία είχε περισσότερη αδυναμία,γιατί βαθιά μέσα της ήξερε την αλήθεια. Από τον εαυτό της δεν μπορούσε να κρυφτεί.

Ο Θωμάς γύριζε στο σπίτι το βράδυ κουρασμένος και έπεφτε κατευθείαν στο κρεβάτι. Μόνο ο Παύλος νοιαζόταν και έφερνε νέα της Αθανασίας. Ξάφνου εκεί που καθόταν η Σταυρούλα άκουσε την πόρτα.

-Παύλο ήρθες;Πήγες να δεις την αδελφή σου;
-Ο Θωμάς είμαι Σταυρούλα.
-Γιατί ήρθες πιο νωρίς;
-Σκέφτηκα κάτι και ήρθα να σου το πω,είπε ο Θωμάς και η Σταυρούλα τον κοιτούσε με αγωνία,καθώς προχωρούσε από την πόρτα ως εκεί που καθόταν.

- Πού θα πάει αυτή η βαλίτσα Σταυρούλα, μου λες; Τί θα γίνει με εμάς;Με τον γάμο μας;Με την κόρη μας;
-Τί να γίνει δηλαδή;ρώτησε η Σταυρούλα κάνοντας πώς δεν είχε καταλάβει.
-Σταυρούλα σε αγαπάω και το ξέρεις. Μπορεί να μην στο δείχνω,αλλά σε αγαπάω πολύ. Το ξέρω ότι και εσύ με αγαπάς. Το ξέρω ότι τον τελευταίο καιρό έχω αλλάξει πολύ,όμως και εσύ έχεις αλλάξει και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό μετά από τόσα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι.
-Σε αγαπάω Θωμά,αλλά κοίτα πως γίναμε.
-Αφού αγαπιόμαστε δεν υπάρχει αλλά. Τί λες πάμε να πάρουμε την κόρη μας απο τους γονείς σου;Να γίνουμε ξανά όπως παλιά;
-Άμα μας δει θα θυμώσει. Δεν θέλω να απομακρυνθεί περισσότερο.
-Και τί θα γίνει;Θα μείνει για πάντα εκεί;
-Όχι,αλλά...
-Έλα καλή μου πάμε. Βάλε κάτι και να ξεκινήσουμε.

Λίγη ώρα αργότερα η Σταυρούλα με τον Θωμά βρέθηκαν στο σπίτι του Θανάση και της Γεωργίας.

-Πατέρα μου τί κάνεις;ρώτησε η Σταυρούλα.
-Τί να κάνω Σταυρούλα μου;Κάθομαι όλη μέρα σπίτι και δεν μπορώ να πάω στα ζώα και στα χωράφια.
-Αφού πατέρα μου,πριν λίγο καιρό εγχειριστηκες.
-Καταραμένοι γιατροί. Έτσι και μπλέξεις μαζί τους,είπε ο Θανάσης και κοίταξε τον Θωμά που στεκόταν δίπλα από την Σταυρούλα.
-Θανάση τί γίνεται;ρώτησε ο Θωμάς με ψυχρή φωνή.
-Καλά Θωμά. Καθίστε. Μην στέκεστε όρθιοι. Γεωργία έλα,έλα. Ήρθε η κόρη σου,φώναξε ο Θανάσης και η Γεωργία εμφανίστηκε απο τον κήπο που πότιζε τα λουλούδια της.
-Παιδί μου,καιρό έχεις να φανείς. Γιατί έτσι μας ξέχασες;
-Δεν προλάβαινα μανούλα μου. Είχα πολύ δουλειά στο σχολείο.
-Δεν πειράζει. Φτάνει που ήρθες έστω και αργά. Η Αθανασία μας δεν είναι εδώ.
-Πού είναι;ρώτησε απότομα ο Θωμάς.
-Είναι με τον Στρατό και τον Άρη στον Δημήτρη.
-Πάλι στον Δημήτρη είναι; Πολλά πάρε-δώσε έχει με αυτόν και δεν μου αρέσει καθόλου.
-Είναι θείος του Άρη και ξέρεις τώρα πως είναι τα παιδιά δεμένα και τα τρία,είπε η Γεωργία.
-Είναι όντως πολύ αγαπημένοι σαν αδέλφια,συμπλήρωσε η Σταυρούλα.

Το ΑπωθημενοOnde histórias criam vida. Descubra agora