64° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

36 5 0
                                    

Οι τρείς φίλοι έμειναν για πολλή ώρα ακόμα στον Δημήτρη, ενώ ο Θωμάς άρχισε να χάνει την υπομονή του περιμένοντας στο σπίτι. Η Σταυρούλα καθόταν αμίλητη και σκεπτική σε μια πολυθρόνα.

-Δημήτρη,είπε η Αθανασία και εκείνος γύρισε να την κοιτάξει.
-Θέλω να γίνω σαν εσένα,συνέχισε.
-Σαν εμένα;είπε με απορία ο Δημήτρης.
-Ναι,θέλω να μαγειρεύω σαν εσένα. Αυτό το επάγγελμα θέλω να ακολουθήσω.
-Είσαι σίγουρη;Πρέπει να το αγαπάς αυτό που κάνεις, αλλιώς δεν σου βγαίνει.
-Το αγαπάω. Απο τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μου άρεσε να μαγειρεύω. Ήμουν στην γιαγιά μου και πήγαινα κοντά της στην κουζίνα και έβλεπα τι έκανε και μετά το έκανα και εγώ.
-Η Αθανασία θείε την εχει ψωνίσει λίγο τελευταία ,είπε ο Άρης γελώντας.
-Εσύ νομίζω ότι απο πάντα ήσουν λίγο ψωνισμενος.
-Έχεις δίκιο,ναι ήμουν,είπε ειρωνικά ο Άρης. Τί λέτε πάμε; Θέλει να φύγει και ο Δημήτρης.
-Πού θα πας Δημήτρη;
-Λεω να παω καμία βόλτα στον σύλλογο,απάντησε εκείνος.
-Ωραία να έρθουμε και εμείς;τον ρώτησε με παράπονο η Αθανασία.
-Η γιαγιά σου το ξέρει;
-Όχι,αλλά παω να της το πω. Δεν θα έχει αντίρρηση.
-Ωραία. Θα σε περιμένουμε στο αμάξι.

Η Αθανασία έτρεξε στο σπίτι της Γεωργίας και του Θανάση, αλλά μόλις είδε το αυτοκίνητο του Θωμά απο έξω, κοπιάστε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά της. Περπάτησε προς το σαλόνι και στάθηκε όρθια χωρίς να πει τίποτα.

-Πάνε μάζεψε τα πράγματα σου και έλα για να φύγουμε,της φώναξε ο Θωμάς.
-Δεν θα παω πουθενά μαζί σας,τσιριξε η Αθανασία, θα μείνω με την γιαγιά μου και τον παππού μου για πάντα. Εκείνοι με αγαπάνε.
-Τί θες να πεις ότι εμείς δεν σε αγαπάμε;Είμαστε οι γονείς σου και πρέπει να μας ακολουθήσεις.
-Είμαι αρκετά μεγάλη για να κρίνω με ποιόν θα μείνω.
-Σκάσει και τραβά να μαζέψεις τα ρούχα σου.
-Πώς μιλάς έτσι στο παιδί Θωμά; Τί τρόπος είναι αυτός δεν κατάλαβα,επέμβει ο Θανάσης.
-Θανάση κάνε δουλειά σου. Είναι δικιά μου κόρη η Αθανασία και θα της μιλάω όπως θέλω.
-Γι αυτό το παιδί δεν θέλει να έρθει σπίτι, αφού του μιλάς με αυτόν τον τρόπο.

Η Αθανασία έτρεξε προς την πόρτα και την χτύπησε πίσω της. Ο Θωμάς πήγε απο πίσω της.

-Αθανασία πού πας;Έλα εδώ τώρα,είπε ο Θωμάς, ενώ η Αθανασία έμπαινε στο αμάξι του Δημήτρη.

-Τί έγινε; την ρώτησε ο Στράτος.
-Τί να έγινε ρε συ;Η ζωή μου είναι χάλια αυτό έγινε. Βαρέθηκα πια τον μπαμπά μου που κάνει πως τον νοιάζει για εμένα. Την μάνα μου που είναι στον κόσμο της,όλα τα βαρέθηκα. Δεν αντέχω άλλο. Με μισούν και οι δύο τους.
-Μην το λες αυτό. Οι γονείς πάντα αγαπούν τα παιδιά τους κι ας μην το δείχνουν,είπε ο Δημήτρης
-Όχι οι δικοί μου Δημήτρη. Τί καλά να ήσουνα ο πατέρας μου. Δεν θα ήταν ωραίο να με είχες κόρη;ρώτησε η Αθανασία και ο Δημήτρης ανέτρεξε στο παρελθόν. Τότε που είχε γεννηθεί η Αθανασία και μετά από λίγο απάντησε.
-Ωραίο θα ήταν. Πάντα ήθελα μια κόρη,αλλά βλέπεις έχω δύο γιούς.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now