Κεφάλαιο 8

374 26 2
                                    

Η Άννα άνοιξε σιγά σιγά τα βλέφαρα της, καθώς το εκθαμβωτικό φως του ήλιου έπεφτε στο πρόσωπο της. Τέντωσε τα άκρα της και γυρνώντας πλευρό σφιχταγκάλιασε ένα τεράστιο μαξιλάρι και μύρισε το άρωμά του. Τι όμορφο άρωμα... Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο κρεβάτι της Πριγκίπισσας και ότι είχαν κλειδωθεί μέσα στο δωμάτιο το προηγούμενο βράδυ. Σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι και είδε απέναντί της την πριγκίπισσα να κοιμάται άτσαλα στην πολυθρόνα και πλησίασε για να την ξυπνήσει.

Η Άννα γονάτισε δίπλα στο μπράτσο της πολυθρόνας και λίγο πριν της φωνάξει, έμεινε για να παρατηρήσει το γαλήνιο πρόσωπο της Δάφνης. Μόλις μία μικρή ρυτίδα ξεπρόβαλε στο λαιμό της πριγκίπισσας, πράγμα που ήταν απολύτως φυσιολογικό για μια γυναίκα που βρισκόταν στην τρίτη δεκαετία της ζωής της, σε αντίθεση με την Άννα που μόλις είχε αφήσει πίσω της την εφηβική ηλικία.

Η τελευταία ανάμνηση της Άννας από την πριγκίπισσα ήταν όταν προβλήθηκε στην τηλεόραση το μνημόσυνο της Πριγκίπισσας Λυάννα, στο οποίο βρισκόταν και η Δάφνη. Η Άννα ήταν πολύ μικρή για να αντιληφθεί ότι το κορίτσι που έβλεπε στη τηλεόραση ήταν η Πριγκίπισσα Δάφνη. Και φυσικά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως η τότε 15χρονη πριγκίπισσα θα εξελισσόταν σε μια τόσο γοητευτική γυναίκα.

«Κυρία Δάφνη! Είστε μέσα; Ανοίξτε!» ακούστηκε η δυνατή φωνή του φρουρού. 

Η Άννα απομακρύνθηκε απότομα και η Δάφνη τραντάχτηκε από τον ύπνο. «Τι συμβαίνει; Άννα, γιατί είσαι εσύ εδώ;» 

«Κλειδωθήκαμε, πριγκίπισσα μου...» αποκρίθηκε η Άννα και αμέσως κατέβασε το κεφάλι.

Εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα της κάμαρας και μπαίνουν μέσα τρεις φρουροί με την Μία μαζί. 

«Δάφνη!!! Χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι καλά! Α, καλή σου μέρα Άννα.» είπε η Μία.

«Α χαίρεσαι που είμαι καλά...» απάντησε η Δάφνη, φέρνοντας στο νου της τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς και κούνησε περιπαικτικά το κεφάλι. «Για έλα λίγο μαζί μου που σε θέλω.» Τράβηξε απότομα από το μπράτσο την Μία και έφυγαν από το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω μια απορημένη Άννα να τις κοιτάζει.

Οι δύο γυναίκες κατευθύνθηκαν στο γραφείο της πριγκίπισσας. Η Δάφνη χτύπησε το χέρι της στο ξύλινο τραπέζι. «Απαιτώ να μάθω γιατί το έκανες αυτό!»

«Ποιο;» ρώτησε τάχα ανήξερα η Μία. 

«Το ξέρεις ότι μπορώ να βάλω να σε συλλάβουν;!»

Η σανίδα σωτηρίας μου (LGBTQ+, gxg)Where stories live. Discover now