ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ

849 25 5
                                    


Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της. Είχε ξυπνήσει αρκετά νωρίς από το άγχος μήπως καθυστερήσει. Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα του σχολείου και έπρεπε να μπουν ξανά στη ρουτίνα τους, μετά από τόσους μήνες. Το καλοκαίρι που δούλευαν και οι δυο στα χωράφια τους, δεν τους ένοιαζε να σηκωθούν κάποια συγκεκριμένη ώρα. Άλλωστε πάντα ξεκινούσαν τη μέρα τους νωρίς. Το καλοκαίρι είχε περάσει και πλέον μετρούσαν αντίστροφα για την απόφαση της υιοθεσίας. Η Λενιώ ρίχτηκε στη δουλειά και προσπαθούσε να ξεχνιέται όσο περισσότερο μπορούσε. Δεν ήταν πάντα εύκολο αλλά το κατάφερνε. Είχε ξεκινήσει και τα μαθήματα οδήγησης, που της άρεσαν τελικά κάθε μέρα και περισσότερο. Σήμερα ξύπνησε με μία γλυκιά μελαγχολία, αφού θα αποχωριζόταν τον αγαπημένο της από τις καθημερινές εργασίες στη γη και αυτό την έκανε να νιώθει λίγο στενάχωρα. Τον είχε συνηθίσει δίπλα της και να δουλεύουν μαζί. Θα της έλειπε το νοιάξιμο του. Έγυρε στην αγκαλιά του και ακούμπησε τα χείλη της στο μάγουλο του. Ο Λάμπρος χαμογέλασε με μιας μέσα στον ύπνο του. <<Νεράιδα μου>> ψιθύρισε και της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα. <<Καλή αρχή δάσκαλε>> του είπε εκείνη χαμογελώντας και ξάπλωσε το κορμί της πάνω στο δικό του. Εκείνος πέρασε το χέρι του μέσα από το νυχτικό της και της χάιδεψε τη γυμνή της πλάτη. <<Θα μου λείπεις τώρα που θα γυρίσω στο σχολείο>>, <<Κι εμένα αλλά δεν πειράζει. Θα με αποζητάς περισσότερο>>. Ο Λάμπρος ανασήκωσε τον κορμό του και σήκωσε και το κορμί της γυναίκας του από πάνω του, βάζοντας την να κάτσει απέναντι του. <<Πόσο περισσότερο Λενιώ μου; Δεν υπάρχει περισσότερο>> της είπε, απλώνοντας τα χέρια του στις ράντες του νυχτικού της. Τις κατέβασε ήρεμα και άφησε ελεύθερο το στήθος της μπροστά του. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τα πόδια της γύρω από τη μέση του. <<Δεν υπάρχει περισσότερο>> έκανε με τη σειρά της και τον έσφιξε πάνω στο κορμί της.

Στο δημοτικό σχολείο του χωριού, είχαν μαζευτεί αρκετοί γονείς με τα παιδιά τους, όταν έφτασαν ο Λάμπρος με την Ελένη, πιασμένοι χέρι-χέρι. Εκείνος φορούσε ένα καινούργιο μπλε κουστούμι με γκρι πουκάμισο κι εκείνη ένα φόρεμα σε απαλές ροζ αποχρώσεις, που άρεσε πολύ στην Ευγενία και όποτε το έβλεπε έλεγε πως μοιάζει με πριγκίπισσα. Όλοι τους καλωσόρισαν και ευχήθηκαν καλή σχολική χρονιά στον αγαπητό δάσκαλο. <<Άντε πού είστε; Αργήσατε>> είπε νευρικά η Ασημίνα. <<Πες μια καλημέρα αδελφή. Καθυστερήσαμε λίγο το πρωί, αυτό είναι όλο>> δικαιολογήθηκε η Ελένη και η Δρόσω την κοίταξε πονηρά, κάνοντας την να κοκκινήσει. Η Λενιώ έπιασε από το μπράτσο τον άντρα της και προχώρησαν προς τα μέσα, για να ξεκινήσει ο καθιερωμένος αγιασμός. Χάζεψε για λίγο το χώρο του σχολείου. Εκεί τον είχε γνωρίσει πρώτη φορά, όταν ήταν μόλις έξι ετών και από τότε ήταν αχώριστοι. Ακόμα και όταν ο πατέρας της, της απαγόρευε να κάνει παρέα μαζί του, εκείνη περίμενε να τελειώσει ο πάτερ τη δοξολογία, να φύγουν οι γονείς των παιδιών και να πάει να κάτσει δίπλα του, πιάνοντας του το χέρι κάτω από το θρανείο. Στάθηκε στο πλάι της έδρας και χάζεψε λίγο τα παιδάκια, χαιρετώντας γλυκά τον ανιψιό της, που την κοίταζε. <<Όλα είναι τόσο γλυκά και όμορφα, μα η κόρη μου είναι η ομορφότερη>> σκέφτηκε η Λενιώ μελαγχολικά. Του χρόνου η Ευγενία της, θα πήγαινε πρώτη δημοτικού και το μεγαλύτερο όνειρο της Ελένης ήταν να την έχει δίπλα της και να πάει σχολείο στη τάξη του πατέρα της. Θα της έραβε την πιο όμορφη ποδιά, θα της έδενε μια άσπρη κορδέλα στα μαλλάκια της και θα της αγόραζε τα καλύτερα παπουτσάκια που κυκλοφορούσαν στη Λάρισα. Θα ήταν η πιο όμορφη μαθητριούλα απ' όλες και θα καθόταν στο πρώτο θρανείο, όπως έκανε εκείνη και ο πατέρας της. Άλλωστε η κόρη του δασκάλου, άρμοζε να κάθεται στη πρώτη σειρά και να δίνει το καλό παράδειγμα στους υπόλοιπους μαθητές. <<Λενιώ μου...>> είπε ο Λάμπρος και την σκούντισε ελαφρά, διακόπτοντας την ονειροπόληση της. <<Συγνώμη αφαιρέθηκα. Τι έγινε;>> τον ρώτησε, κι εκείνος της έδωσε ένα πολύ απαλό φιλί στο μάγουλο. Ο παπά-Γρηγόρης ξεκίνησε τον αγιασμό και η Ελένη αφέθηκε πάλι στις σκέψεις για τη κόρη της.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα