ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ (extra bonus)

853 23 0
                                    

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1966

Η Ελένη μπήκε στην κάμαρη της, τυλιγμένη με μία μεγάλη πετσέτα. Η βροχή σχεδόν μαστίγωνε το σπίτι και η μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα, έμπαινε από τις χαραμάδες. Άνοιξε την ντουλάπα και κοίταξε για λίγες στιγμές τον εαυτό της στον καθρέφτη. Παλιά αγαπούσε την βροχή, πλέον όχι. Ο ήχος της, τις έφερνε άσχημες αναμνήσεις από τη φυλακή. Βράδια που δεν μπορούσε να επιστρέψει στο κελί της κι αναγκαζόταν να μείνει μαζί του... Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες κι ένιωσε το μέσα της να μουδιάζει. Είχε μια ελαφριά ταχυπαλμία. Η πόρτα άνοιξε απότομα πίσω της και εκείνη τινάχτηκε τρομαγμένα. Ο Λάμπρος μπήκε στο δωμάτιο, βρεγμένος, χαμογελώντας πλατιά. <<Σε τρόμαξα;>> τη ρώτησε καλοσυνάτα, καθώς κρέμαγε το παλτό του στην κρεμάστρα. <<Εσύ είσαι;>>, <<Ποιος να ήταν;>>, <<Πώς μπήκες στο σπίτι;>>, <<Η Δρόσω μου άνοιξε. Πήγε να πλαγιάσει>> της εξήγησε και φίλησε τον ώμο της. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και η Ελένη έμεινε να κοιτάζει τα είδωλα τους στον καθρέφτη. <<Νόμιζα... Νόμιζα δεν θα ερχόσουν>> του είπε δειλά. Ο δάσκαλος έσυρε τα χείλη του στο λαιμό της. <<Ο πατέρας μου ξάπλωσε νωρίς και δεν υπήρχε λόγος να μείνω. Ήταν καλύτερα>> της απάντησε, σφίγγοντας το σώμα της πάνω στο δικό του. <<Τι όμορφα που μυρίζεις...>> έκανε λάγνα και δάγκωσε μαλακά το πτερύγιο του αυτιού της. Η Ελένη τραβήχτηκε διστακτικά. <<Μη Λάμπρο... Η Δρόσω...>>, <<Πήγε να πλαγιάσει, στο είπα. Δεν θα μας ακούσει...>> τη διέκοψε και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της, ρουφώντας την λαίμαργα. Εκείνη ένιωθε δυσφορία. Τα χέρια του περιπλανιόντουσαν στο κορμί της και σιγά-σιγά την οδηγούσε στο κρεβάτι. <<Λάμπρο...>> ψέλλισε, μα εκείνος την αγνόησε. <<Με τρελαίνει η μυρωδιά σου απόψε. Τι μου χεις κάνει...>> μονολόγησε και άνοιξε απότομα την πετσέτα της, καλύπτοντας το σώμα της, με το δικό του. Εκείνη σχεδόν έτρεμε. Έκλεισε τα μάτια της κι έσφιξε τις γροθιές της, προσπαθώντας τα ηρεμήσει. Ένιωθε την έξαψη στο κορμί του. Τη φιλούσε παντού κι έκλεισε με τις παλάμες του τα στήθη της. Το τρέμουλο της, γινόταν όλο και πιο έντονο. Ο άντρας ανασηκώθηκε και χάθηκε στο λαιμό της, ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του. <<Πες μου ότι με θες κι εσύ>> ψέλλισε ενώ προσπαθούσε να βολευτεί ανάμεσα στα πόδια της. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της. <<Άσε με!>> του φώναξε αυθόρμητα και τον έσπρωξε από πάνω της. Ο δάσκαλος πετάχτηκε τρομαγμένα και την είδε να σκεπάζεται με την πετσέτα της. Η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία. <<Καρδιά μου...>>, <<ΑΣΕ ΜΕ! ΜΗ ΜΙΛΑΣ>> έκανε ταραγμένα και προσπαθούσε να ξαναβρεί την αναπνοή της. Ο άντρας έσκυψε μπροστά της. <<Ηρέμησε, ηρέμησε εντάξει; Δεν... Δεν κατάλαβα...>> προσπάθησε να δικαιολογηθεί αμήχανα. Σηκώθηκε απότομα. <<Πάω έξω. Ντύσου και... Ντύσου και έλα>> πέταξε και βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο. Η Ελένη έπεσε στο κρεβάτι και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα