ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ (extra bonus)

1.1K 23 6
                                    

ΙΟΥΛΙΟΣ 1972

Ο Κωνσταντής καθόταν στον καναπέ του πατρικού σπιτιού του και παρατηρούσε τη μητέρα του, που κρατούσε στα πόδια της, την μικρή Ανέτ. Πρώτη φορά έβλεπε, την πάντα δυναμική μητέρα του, σε τέτοια άθλια κατάσταση. Μέσα του τη λυπόταν, μα δεν θα έδειχνε ποτέ αδυναμία μπροστά της. Ήπια μια ρουφηξιά από τον καφέ του και έμεινε να τις χαζεύει. <<Πότε είναι η βάφτιση της μικρής;>> ρώτησε ο Δούκας αυστηρά. <<Τέλη καλοκαιριού λέμε. Να έχει έρθει και η Πηνελόπη>> πέταξε αδιάφορα. <<Και το πήρατε απόφαση; Θα την πείτε Ανέτ;>> έκανε η Μυρσίνη, με ειρωνεία. <<Ναι μάνα. Ανέτ. Και μακάρι να πάρει την καλοσύνη της θείας>> απάντησε ο άντρας. <<Καλά θα κάνετε. Η αδελφή μου δεν είχε παιδιά. Να πάρει μια χαρά από εκεί που βρίσκεται>> συμφώνησε ο Δούκας. <<Κι εγώ που είχα τέσσερα, το όνομα μου δεν πρόκειται να το ακούσω>> είπε πικρόχολα η Μυρσίνη. <<Τα λάθη σου πληρώνεις μάνα, μη λέμε συνέχεια τα ίδια. Και για να τελειώνουμε, το παιδί θα το βγάλω Ανέτ. Κι αν έρθετε στη βάφτιση, θα προσέξετε τη συμπεριφορά σας. Εκεί θα μαζευτούμε για να γλεντήσουμε για τη κόρη μου. Και ξέρετε πολύ καλά και ποιοι άλλοι θα είναι. Αν δεν μπορείτε να το αντέξετε, να κάτσετε σπίτι σας!>> τους ξεκαθάρισε αυστηρά ο Κωνσταντής. <<Σωστά. Θα είναι και οι φόνισσες εκεί!>> πέταξε η Μυρσίνη. <<ΜΑΝΑ!>>. Η γυναίκα τον κοίταξε αυστηρά. <<Την επόμενη Κυριακή, θα βάλεις λάδι στη κόρη της Ελένης. Το ξέρεις πως αυτά τα παιδιά έπρεπε να ήταν εγγόνια μου; Έπρεπε να ήταν παιδιά του αδελφού σου!>>. Ο Κωνσταντής βγήκε εκτός εαυτού. <<Και πάλι καλά που δεν ήταν! Λοιπόν, τέρμα τα σχόλια. Ναι, θα βαφτίσω τη Βιολέτα, τη κόρη του ξαδέλφου μου, που έμαθε τι κάναμε στον αδελφό του και με συγχώρησε! Γιατί τέτοιος άνθρωπος είναι ο Λάμπρος και εμείς όλοι, ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι δεν του μοιάζουμε>> φώναξε θυμωμένα και πετάχτηκε όρθιος. <<Τώρα να μου πεις, η κουμπαριά με τη Σταμίρη, με πείραξε; Εδώ παντρεύτηκες τη Δρόσω...>> συνέχισε να λέει η Μυρσίνη. <<Φτάνει! Ο Κωνσταντής έκανε τις επιλογές του Μυρσίνη. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, παρά μόνο να τις αποδεχτούμε>>. Ο Κωνσταντής έκατσε ξανά και τους κοίταξε θυμωμένα. <<Δεν ξέρετε τι πέρασα για να ισορροπήσω στη ζωή μου. Για να είμαι ξανά μαζί με τη Δρόσω. Για να φτιάξω την οικογένεια που ΘΕΛΩ από την αρχή, δίπλα σε ανθρώπους που με νοιάζονται και με υπολογίζουν κι όχι που με θέλουν πιόνια τους σαν εσάς. ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΙΔΕΑ!>>

---------------------------

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1970, ΚΑΜΕΝΑ ΒΟΥΡΛΑ

Ο Λάμπρος έσκυψε πάνω από την Ευγενία και της έδωσε ένα απαλό φιλί στο κούτελο. Χάιδεψε τα ξανθά της μαλλάκια και χαμογέλασε αχνά. Κοιμόταν τόσο γαλήνια, μέσα στο ροζ νυχτικό της, σκεπασμένη με ένα λευκό σεντόνι και κρατώντας πάντα στην αγκαλιά της, τον αγαπημένο της αρκούδο, που δεν τον αποχωριζόταν ποτέ. Όσο κι αν προσπάθησε η Ελένη να την πείσει πως έχει μεγαλώσει και δεν της χρειάζεται πια, τουλάχιστον συνέχεια, εκείνη τον ήθελε πάντα μαζί της. Ο άντρας σηκώθηκε ήρεμα και στράφηκε στο διπλανό κρεβάτι. Η Βαλεντίνη, φορούσε ένα ίδιο νυχτικό και κοιμόταν κι εκείνη, στο δικό της κρεβάτι. Ο δάσκαλος χαμογέλασε ξανά. Πριν ένα μήνα περίπου, είχε κλείσει τα δύο της χρόνια, παρόλα αυτά έμοιαζε μεγαλύτερη και μιλούσε πολύ περισσότερο από τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας της. Ο παιδίατρος στην Λάρισα, τους είχε πει πως σπάνια συναντάς τέτοια γλωσσική ικανότητα σε αυτή την ηλικία. Όσο κι αν δεν το παραδεχόταν ούτε στον εαυτό του, ήταν η αδυναμία του. Πανέξυπνη και ζόρικη, ίδια με τη μητέρα της. Δοτική και γεμάτη ζωή. Της φίλησε στο μάγουλο, όσο πιο απαλά μπορούσε και βγήκε από το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή τους που έκαναν διακοπές. Ο Λάμπρος, μέσω ενός γνωστού του, έκλεισε ένα δωμάτιο πάνω ακριβώς από τη παραλία και πριν μία εβδομάδα, έφτασαν στο όμορφο μέρος. Με δυσκολία συγκράτησαν τις μικρές, που μόλις είδαν τα γαλάζια νερά της θάλασσας, ήθελαν να πέσουν μέσα με τα ρούχα. <<Καλά πόση ώρα έκαναν να κοιμηθούν; Αυτές κουτούλαγαν>>. Η φωνή της Ελένης, διέκοψε τις σκέψεις του. <<Αμέσως κοιμήθηκαν. Εγώ έμεινα λίγο παραπάνω και τις χάζευα. Σα νεράιδες είναι>>. Η Ελένη γέλασε αχνά και έκατσε σε μια μικρή πολυθρόνα, που ήταν σε ένα στενό χωλ. <<Τέτοια τους λες και θα βγουν ονειροπαρμένες>>. Εκείνος έσκυψε δίπλα της και της χάιδεψε το γόνατο. <<Μη λες ονειροπαρμένα τα κορίτσια μου. Άλλωστε, δεν λέω ψέματα. Είναι οι πριγκίπισσες μου! Τέλος πάντων... Ωραία ήταν, ε; Δεν μου αρέσει που φεύγουμε>> της είπε μελαγχολικά. <<Κι οι μικρές γκρινιάζουν. Να δω πως θα τις φέρουμε πάλι στα νερά τους, που μια εβδομάδα τώρα είναι όλη μέρα μπάνιο και παιχνίδι. Είδες πως πάνε στα κρεβάτια τους, χωρίς συζήτηση; Τόσο κουρασμένες είναι. Στο σπίτι, αν δεν μπει η φωνή, δεν ξεκουνάνε>> διαπίστωσε και ο Λάμπρος γέλασε. <<Άστες βρε Λενιώ. Εμένα μου αρέσει που είναι ανέμελες. Έτσι να μείνουν για πάντα, γίνεται; Χωρίς προβλήματα και στεναχώριες>>, <<Γίνεται αυτό;>>, <<Όσο περνάει από το χέρι του μπαμπά τους, έτσι θα είναι>> είπε αποφασιστικά. Της φίλησε το γόνατο και την κοίταξε με περιέργεια. <<Δεν έκανες μπάνιο; Μαγιό φοράς ακόμα;>>, <<Πότε να προλάβω; Έκανα τις μικρές, τους έβαλα να φάνε, να μαζέψω τα πράγματα τους, να πλύνω τα μαγιό τους....>>, <<Α ωραία>>. Η Ελένη τον κοίταξε στραβά. <<Τι ωραία; Που έτρεχα πίσω από τις κόρες σου κι εσύ χάζευες το ηλιοβασίλεμα και διάβαζες το βιβλίο σου;>> τον ρώτησε ειρωνικά. Εκείνος τη φίλησε πεταχτά. <<Έλα καρδιά μου, μη μου γκρινιάζεις. Έπρεπε να με φωνάξεις να σε βοηθήσω, θα σου έλεγα όχι; Τέλος πάντων. Τώρα κοιμήθηκαν. Πάμε κι εμείς κάτω, στην θάλασσα;>>. Η Ελένη τον κοίταξε με περιέργεια. <<Κοιμούνται τα παιδιά μέσα, τι λες;>>, <<Ντάξει Ελένη μου, δεν θα φύγουμε. Εδώ από κάτω θα είμαστε. Αν θέλει κάτι η Ευγενία, θα βγει και θα μας δει. Έλα... Τελευταίο βράδυ μας είναι. Άλλωστε δεν θα ξυπνήσουν. Πέσαν ξερές>>. 

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα