ΓΕΝΝΗΣΗ

1.3K 30 14
                                    

ΙΟΥΝΙΟΣ 1956

Ο Γιώργης περπατούσε στον κεντρικό δρόμο του Μακρυχωρίου, κρατώντας την Ελένη από το μπράτσο του και χάζευε τους μικροπωλητές, που είχαν βρεθεί στο χωρό με αφορμή το πανηγύρι των Πέτρου και Παύλου. <<Ο Ζάχος που είναι; Δεν τον βλέπω>> γρύλισε ο Σταμίρης. <<Ε θα έρθει....>> πέταξε αδιάφορα η Ελένη. <<Σαν γίνει ο αρραβώνας, θα έρχεσαι με τον αρραβωνιάρη σου κόρη μου, στα πανηγύρια. Δεν θα σε κρατά ο πατέρας σου από το μπράτσο>>. Η Ελένη ξεφύσηξε νευρικά. <<Κάτσε να γίνει πρώτα...>> είπε ψυχρά και ο πατέρας της, την κοίταξε αγχωμένα. Στο τέρμα του δρόμου, ήταν στημμένες αρκετές κοπέλες και περίμεναν τη σειρά τους για να δει μία τσιγγάνα το χέρι τους. <<Άντε κι εσύ...>> έκανε κεφάτα ο Γιώργης, μα η Ελένη του έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Όχι δα!>>, <<Γιατί μωρέ Λενιώ; Έλα, τους δικούς μου παράδες θα πετάξω>> την πίεσε και το κορίτσι στάθηκε απρόθυμα πλάι στις άλλες κοπελιές. Η τσιγγάνα την κάρφωσε με τα μάτια της. <<Εσένα θέλω να το δω>> μουρμούρησε και η Ελένη την πλησίασε ταραγμένη κι έκατσε σε ένα σκαμπό μπροστά της. Έπιασε την παλάμη της και την περιεργάστηκε. <<Σκοτεινό είναι το χέρι σου>> είπε και η κοπέλα έγνεψε ειρωνικά. <<Απ' την τσάμπα και τα χωράφια>>, <<Κάνε μια ερώτηση>>. Εκείνη δαγκώθηκε νευρικά και στράφηκε στον πατέρα της. <<Ρώτα εσύ. Άλλωστε για το χατίρι σου είμαι εδώ>>. Ο Γιώργης χαμογέλασε. <<Δε μου λες κυρά μου, κανά εγγόνι θα μου κάνει η θυγατέρα μου; Δεν με πειράζει αν θα είναι τσούπρα ή γιος, ίσα να το δω κι ας πεθάνω!>>, <<Ο Χριστός κι η Παναγία πατέρα μου! Αν είναι έτσι, να μην κάνω ποτέ!>> διαμαρτυρήθηκε η Λενιώ. Η τσιγγάνα κοίταξε το χέρι της. <<Δυο κόρες θα κάνεις. Το πρώτο σου κορίτσι, θα είναι μελαγχρινή σα μάγγισα με μάτια μαύρα. Από Β θα αρχίζει το όνομα της>>. Η Ελένη την κοίταξε αγχωμένα, μα ο Γιώργης γέλασε εύθυμα. <<Το όνομα της μάνας σου θα δώσεις; Θα πάρει πίκρα η Μάρω, μα δε βαριέσαι... Το δεύτερο;>> ρώτησε ο Γιώργης, μα η τσιγγάνα τον αγνόησε. Ο Ζάχος φάνηκε από μακριά και ο Σταμίρης έφυγε βιαστικά για να τον συναντήσει μες τον κόσμο. Η τσιγγάνα στράφηκε ξανά στην Ελένη. <<Θα αργήσεις να κάνεις παιδιά. Μην περιμένεις σύντομα. Πίκρες και αίμα θα γευτείς, πρωτού γίνεις μάνα>>, <<Όταν λες να μην περιμένω σύντομα; Εγώ... Εγώ θα αρραβωνιαστώ και...>>, <<Σε χρόνια πολλά θα έρθει το παιδί σου. Αν θες να με ρωτήσεις κάτι άλλο, να ασημώσεις ξανά>>. Η Ελένη βεβαιώθηκε πως ο πατέρας της κι ο Ζάχος ήταν μακριά, και στράφηκε ξανά στη γυναίκα. <<Σε παρακαλώ, μπορείς να δεις ποιος είναι ο πατέρας;>>. Εκείνη χαμογέλασε πονηρά και της έδειξε ένα παλιό τενεκεδένιο κουτάκι. Το κορίτσι έριξε βιαστικά, ακόμα μερικά νομίσματα μέσα και τότε η τσιγγάνα πήρε βαθιά. <<Αυτός που καρτεράς  και δεν φεύγει απ' την καρδιά σου. Αυτός θα ρίξει μέσα σου το σπόρο και θα γεννήσεις τα παιδιά του>>. Η Ελένη την κοίταξε σοκαρισμένη. <<Πότε; Πότε θα γίνει αυτό;>>, <<Θα γίνει, μα θα κάνεις υπομονή και θα αντέξεις όλες τις πίκρες που θα σε βρουν, Και ένα θέρος, θα έρθει η πρώτη σου η θυγατέρα. Αυτή που θα πάρει το όνομα της μάνας σου>>. Η κοπέλα, σηκώθηκε από το σκαμπό τρέμοντας και είδε τον πατέρα της με το Ζάχο να πλησιάζουν. <<Βαλεντίνη...>> μονολόγησε και έφυγε χωρίς να δώσει άλλη σημασία στα λόγια της.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα