Ο ΠΑΠΠΟΥΣ (extra bonus)

722 26 4
                                    

ΙΟΥΛΙΟΣ 1940

Η Βαλεντίνη Σταμίρη άφησε την μικρή Δροσούλα στο καλαθάκι της κι έκατσε στο τραπέζι πλάι στον άντρα της, που είχε ήδη φάει, μαζί με τις μεγαλύτερες κόρες της. <<Τη τάισες;>> γρύλισε ο Γιώργης και έπιασε το χεράκι του μωρού που εβγαζε μικρές κραυγούλες. <<Ναι. Είναι εντάξει>> απάντησε τρώγοντας λαίμαργα. <<Φάε καλά, να έχεις γάλα>> τη συμβούλευσε. Η δεκάχρονη Λενιώ κοιτούσε τον πατέρα της ντροπαλά και τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν. <<Τι ναι κόρη μου; Τι με κοιτάς έτσι; Θα με ματιάσεις>> της είπε κεφάτα. <<Πατέρα... Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη>> έκανε δειλά το κορίτσι. <<Τι χάρη; Και για' το ρωτάς έτσι; Ντρέπεσαι;>>, <<Τη Κυριακή θέλω να πάω σε μία γιορτή. Θα πάνε κι οι συμμαθητές μου>>, <<Τι σόι γιορτή;>>, <<Γενέθλια>>, <<Γενέθλια; Ποιος γιορτάζει και σε κάλεσε;>> ρώτησε με περιέργεια. <<O Λάμπρος πατέρα>> ψέλλισε και χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Γιώργης την κοίταξε αυστηρά. <<Δεν έχω πει δεν θέλω πάρε δώσε με αυτόν;>>, <<Γιατί πατέρα; Είναι καλό παιδί και φίλος μου>> απάντησε κατακόκκινη από ντροπή. <<Κομμένη. Έχεις φιλενάδες. Τόσα κορίτσια της ηλικίας σου. Δεν σου χρειάζεται ο Σεβαστός. Και ξέχασε τη, τη βεγγέρα στο σπίτι τους>>, <<Μα θα πάνε όλα τα παιδιά>, <<ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ! Εσύ δεν θα πας και δεν θέλω άλλη κουβέντα για αυτόν. Αλλού αυτός, αλλού εσύ>> της φώναξε και το κορίτσι έφυγε δακρυσμένο για την κάμαρη της. <<ΛΕΝΙΩ!>> έκανε στεναχωρημένα η Ασημίνα κι έτρεξε πίσω της. Η Βαλεντίνη κοίταξε τον άντρα της με παράπονο. <<Γιώργη μου, η Ελένη δεν φταίει αν..>>, <<ΣΚΑΣΜΟΣ! Κανένα πάρε δώσε!  Τι θα είναι ο γιος; Τα ίδια σκατά με τον πατέρα>> πέταξε πικραμένα. Η Βαλεντίνη σηκώθηκε λυπημένη και ακολούθησε τις κόρες της στο δωμάτιο. Η Ελένη έκλαιγε, πεσμένη στο στρωματάκι της και η μικρούλα Ασημίνα, χάιδευε την πλάτη της απαλά. <<Πήγαινε κοριτσάκι μου, να προσέχεις την Δροσούλα μας>> ζήτησε ευγενικά από το παιδί κι εκείνη την υπάκουσε και τις άφηνε μόνες. <<Μη κλαις κόρη μου. Ματώνει η καρδιά μου>>, <<Γιατί μανούλα μου είπε όχι ο πατέρας; Τι του έκανε ο Λάμπρος; Εκείνος είναι καλός και παίζουμε παρέα. Είναι φίλος μου>> έκανε παραπονιάρικα. <<Μη στεναχωριέσαι κορίτσι μου. Άκου να δεις τι θα γίνει. Θα πάμε στη Λάρισα και θα του αγοράσουμε ένα δώρο αλλά θα του το δώσεις άλλη μέρα, εντάξει; Χωρίς να το πούμε στον πατέρα σου όμως>>. Η Ελένη ανακάθισε και σκούπισε τα μάτια της. <<Θέλω να πάω κι εγώ στη γιορτή, να του ευχηθώ. Με κάλεσε!>>, <<Δεν γίνεται αυτό αγάπη μου. Θα του ευχηθείς όμως και θα του το δώσεις, μια άλλη στιγμή>>. Η Λενιώ την κοίταξε παραπονιάρικα κι έγνεψε θετικά.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα