Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ

1.3K 29 78
                                    

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1959

Κόλλησε στη κολώνα του καφενείου μια αφίσα η Βιολέτα, και ολονών τα μάτια έπεσαν επάνω της. <<Τι βλέπω; Γλεντάκι;>> ρώτησε με απορία ο Προκόπης. <<Ήρθε και με βρήκε ο Κατσίγιαννης με τ' όνομα. Γυρνάει από περιοχή σε περιοχή και τραγουδάει σε μαγαζιά. Είπαμε να έρθει να πει κανένα τραγουδάκι, να βγάλει κι εκείνος ένα μεροκάματο, να διασκεδάσουμε κι εμείς κομμάτι, γιατί σπάνια έχουμε τέτοιες ευκαιρίες>> εξήγησε η γυναίκα και όλοι χάρηκαν. Η Θεοδοσία που στεκόταν στο πάγκο εκείνη την ώρα, και ψώνιζε, κοίταξε χαρούμενη την πεθερό της. <<Ωραία θα είναι. Καλή ευκαιρία για να ξεφύγουν όλοι>> είπε καλοσυνάτα. <<Θες να έρθουμε κόρη μου;>> τη ρώτησε ο Μιλτιάδης. <<Δεν ξέρω πατέρα. Ας ρωτήσουμε και τον Λάμπρο αν θα του άρεσε>> απάντησε ντροπαλά. <<Γιατί να μην θέλει; Θα σας βγάλω εγώ έξω. Τώρα που μπορείς, γιατί σε λίγο θα βαρύνεις>>. Η γυναίκα χαμογέλασε πλατιά. <<Βιολέτα, να μας υπολογίσεις για το βράδυ>> της είπε ο Μιλτιάδης κι εκείνη έγνεψε θετικά. <<Θα σας περιμένω>>. Ο άντρας πήρε τα ψώνια, για να μην κουβαλάει η εγκυμονούσα και βγήκαν από το καφενείο. Η Θεοδοσία στηριζόταν στο μπράτσο του και προχώρησαν προς το σπίτι. Η Ελένη στεκόταν μακριά, μας τους έβλεπε. Ένα τσίμπημα ζήλιας ένιωσε στο στομάχι της, μα πήρε βαθιά ανάσα και αφού απομακρύνθηκαν πήγε κι εκείνη προς το καφενείο.

<<ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΣ;>> φώναξε ο Λάμπρος στον πατέρα του, μα εκείνος του έγνεψε να σιωπήσει. <<Η γυναίκα σου κοιμάται μέσα. Τι θες και φωνάζεις; Και γιατί να σε ρωτήσω; Δεν μπορώ να σας βγάλω έξω μια φορά, να σας κεράσω; Η Θεοδοσία ήθελε να πάει άλλωστε>>, <<Η Θεοδοσία είναι έγκυος! Δεν έχει καμία δουλειά σε γλέντια και χαρές>>, <<Δεν θα πάθει τίποτα Λάμπρο. Και εμένα δεν με ξεγελάς. Δεν σε νοιάζει που είναι έγκυος. Διάθεση δεν έχεις να πας>>. Ο δάσκαλος έκατσε σε μία καρέκλα και ξεφύσηξε νευρικά. <<Δεν έχω όρεξη, εντάξει; Και της Θεοδοσίας, δεν της χρειάζονται γλέντια. Πρέπει να προσέχει>>. Ο πατέρας του έκατσε δίπλα του και του έπιασε το χέρι. <<Πόσες μέρες, δεν την έχεις πάει ούτε μια βόλτα, να περπατήσετε στο χωριό. Γυρνάει μες το σπίτι σαν την άδικη κατάρα κι εσύ είσαι συνέχεια εκτός. Νομίζεις πως η δική σου συμπεριφορά είναι σωστή;>>. Ο Λάμπρος χαμήλωσε το βλέμμα. <<Τι θες πατέρα; Σάμπως με καταλαβαίνεις και ανοίγεις τέτοιες κουβέντες; Λίγο αέρα προσπαθώ να πάρω. Να συννειδητοποιήσω ότι θα γίνω πατέρας. Λίγο χώρο για να αναπνεύσω χρειάζομαι>> του απάντησε πικραμένα. <<Δώσε μία ευκαιρία στη σχέση σας και θα δεις που με το παιδί, θα έρθετε πιο κοντά>>. Ο άντρας γέλασε ειρωνικά. <<Το παιδί θα με κάνει να την ερωτευτώ; Να την αγαπήσω; Να λιώνω για κείνη; Άστο πατέρα. Θα το πάρω απόφαση και θα προχωρήσω. Μη με πιέζεις μόνο>>. Ο Μιλτιάδης του έπιασε το χέρι τρυφέρα. <<Πάμε το βράδυ, σε παρακαλώ. Κάντης το χατίρι. Ένα κρασί θα πιούμε κι έπειτα θα γυρίσουμε. Κάντο για μένα>>. Ο Λάμπρος έγνεψε θετικά και ο πατέρας του, του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα