ΤΑ ΠΑΚΕΤΑ (extra bonus)

459 18 2
                                    

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1943

Το κρύο ήταν τσουχτερό, την ημέρα της κηδείας της Βαλεντίνης Σταμίρη, μα κανείς δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά για να πάει μέχρι το νεκροταφείο, να συλληπηθεί τον άντρα της και τα παιδιά της. Εκείνη η πανέμορφη γυναίκα, με τα ξανθά μαλλιά και τα μπλε μάτια, βρισκόταν μέσα στο ξύλινο φέρετρο της και κανένας δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως αυτός ο άγγελος, έφυγε τόσο αναπάντεχα. Ο Γιώργης στεκόταν πλάι στον παπά, που έψαλε την εξόδιος ακολουθία, κρατώντας στην αγκαλιά του, την τρίχρονη Δρόσω, που έκλαιγε βουβά. Δίπλα του, η μεγαλύτερες κόρες του, με μαύρα μαντήλια στα μαλλιά, κοιτούσαν μουδιασμένες την τελευταία κατοικία της μητέρας τους, και κρατούσαν η μία σφιχτά το χέρι της άλλης. Όταν τελείωσε ο παπάς και το φέρετρο μπήκε μέσα στη γη, πήραν όλοι μαζί, το δρόμο του γυρισμού, σταματώντας κάθε τόσο για να δεχτούν τα συλληπητήρια και τα λόγια παρηγοριάς από τους φίλους και τους γνωστούς που βρισκόντουσαν στο δημοτικό νεκροταφείο του Διαφανίου. Πίσω-πίσω, αρκετά πιο μακριά, στεκόταν ο Μιλτιάδης, και δίπλα του ο μεγαλύτερος γιος του που κάθε τόσο διαμαρτυρόταν επειδή ήθελε να πάει πιο μπροστά και να συμπαρασταθεί στην αγαπημένη του φίλη, παρότι ο πατέρας της, δεν του είχε καμία συμπάθεια. Όταν πέρασε από μπροστά τους ο Γιώργης, έριξε μια παγωμένη ματιά στο Μιλτιάδη και δεν είπαν κουβέντα μεταξύ τους. Πίσω του, ερχόταν η Ελένη, που έτρεμε από το κρύο και την ταραχή. Ο Λάμπρος πέρασε με θράσος μπροστά και άπλωσε το χέρι του, προσπαθώντας να είναι όσο πιο τυπικός γινόταν. <<Να ζήσεις να τη θυμάσαι Λενιώ. Ζωή σε σας>> είπε και άφησε μέσα στην παλάμη της, διακριτικά ένα μικρό χαρτάκι. Εκείνη έγνεψε καταφατικά και συνέχισε το δρόμο της. Ο Μιλτιάδης έπιασε από τον ώμο το γιο του. <<Τι της έδωσες;>> ψιθύρισε νευρικά. <<Τίποτα>>, <<Χωρατά μου κάνεις; Αφού το είδα. Δεν είπαμε να μην έχετε πολλά-πολλά γιατί ο πατέρας της είναι αυστηρός>>. Ο νεαρός τον κοίταξε θυμωμένα. <<Δουλειά του κι αυτουνού. Κάτι ήθελα να της πω και δεν γινόταν. Άσε με να χαρείς>> πέταξε και πήγε προς τον τάφο, για να ρίξει λίγο χώμα.

Ο Λάμπρος καθόταν πλάι στη ρεματιά, τρίβοντας τα χέρια του, και κουνούσε το πόδι του νευρικά, πετώντας κάθε τόσο πετραδάκια μες το νερό που είχε φουσκώσει αρκετά. Είχε περάσει μία ώρα, όταν είδε την Ελένη να κατεβαίνει βιαστικά το μικρό δρομάκι και να πηδάει από το μικρό ύψωμα στο χώμα. Εκείνος τινάχτηκε όρθιος και την κοίταξε λυπημένα. <<Λενιώ μου;>> ψέλλισε. Το κορίτσι τον πλησίασε και χαμήλωσε το βλέμμα της. <<Πόση ώρα περιμένεις;>>, <<Θα περίμενα ως να νυχτώσει>>, <<Είναι δύσκολη μέρα>>, <<ΤΟ ΞΕΡΩ! Το ξέρω και συμπάθα με αλλά... Αλλά να σκέφτηκα πως με τόσο κόσμο και τόση ταραχή, ίσως... ίσως.... να είχες ανάγκη να φύγεις από το σπίτι σου. Να πάρεις λίγο αέρα... Μακάρι να μπορούσα να έρθω εκεί και να σου κρατάω το χέρι αλλά...>> είπε βιαστικά και είδε ένα δάκρυ να φεύγει από τα μάτια της. <<Δεν είναι σωστό να αφήνω τις αδελφές μου, τον πατέρα μου.. Έχεις δίκιο όμως. Δεν μου είναι εύκολο να...>>. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς και το σώμα της τιναζόταν νευρικά. Ο νεαρός την αγκάλιασε σφιχτά και την κράτησε πάνω στο στέρνο του. <<Ξέσπασε Λενιώ μου. Βγάλε την πίκρα από μέσα σου. Εγώ είμαι εδώ, ξέσπασε>> της ψιθύρισε κι εκείνη άρχισε να κλαίει πιο γοερά. Ο Λάμπρος τράβηξε το μαύρο μαντήλι από τα μαλλιά της και τη χάιδεψε τρυφερά. Έμειναν εκεί για αρκετή ώρα, μέχρι που τα δάκρυα της στέρεψαν και ανασηκώθηκε από την αγκαλιά του. <<Πρέπει να είμαι δυνατή για τις αδελφές μου. Είναι μικρούλες>> είπε ξεψυχισμένα. Ο νεαρός σκούπισε τα μάτια της με δάχτυλα του και άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της. <<Θα είσαι. Κι εγώ θα προσέχω εσένα. Θα είμαι πάντα δίπλα σου και θα σε στηρίζω. Μακάρι να μπορούσα και παραπάνω, αν με άφηνε ο πατέρας σου αλλά δεν πειράζει. Εγώ θα είμαι πάντα εδώ για σένα. Αλήθεια>> της είπε κι εκείνη χαμογέλασε αχνά. Έπειτα σηκώθηκε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, αφήνοντας το κεφάλι της στον ώμο του. Ο Λάμπρος ένιωσε μια μικρή αναστάτωση, μα δεν έδωσε σημασία.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα