Ο ΚΑΒΓΑΣ

1K 24 5
                                    

Δεκέμβριος 1981

Το Λούνα Παρκ δίπλα στο Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο της Θεσσαλονίκης, ήταν σημείο συνάντησης μικρών και μεγάλων. Εκείνο το απόγευμα, μια παρέα φοιτητών περνούσε ανέμελες στιγμές, παίζοντας σε παιχνίδια και τρώγοντας ποπ κορν και μαλλί της γριάς. <<Έλα, αφού σου είπα τον θέλω εκείνο τον αρκούδο>> είπε παρακαλετά ένα μελαγχρινό κορίτσι στο αγόρι της, που γέλασε και έβγαλε μερικά ψιλά από τη τσέπη. Ο γκριζομάλλης κύριος του έδωσε ένα όπλο και του εξήγησε πως έπρεπε να πετύχει 3 από τα 5 ποτήρια που στεκόντουσαν απέναντι για να κερδίσει τον καφέ αρκούδο που λαχταρούσε η αγαπημένη του. <<Παιχνιδάκι για μωρά>> σκέφτηκε και έριξε άτσαλα με το πιστόλι. Κανένα ποτήρι δεν έσπασε και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας ξέσπασαν σε κοροϊδευτικά γέλια. <<Σας είπε μωρέ κανένας πως ξέρω από πιστόλια; Ψευτοπράγματα. Κι εσύ τι τον θες τον αρκούδο, κοτζάμ γαϊδούρα; Έχεις εμένα άλλωστε>> είπε στη κοπέλα του, που τον κοίταξε νευριασμένα. <<Χαρά στα μούτρα!>> απάντησε νευρικά. Η Ευγενία, που ήταν κι αυτή καλεσμένη της Ρίτας για την αποψινή βόλτα, πλησίασε τον γκριζομάλλη ντροπαλά αλλά με θράσσος. <<Αν ρίξω και τα 5 ποτήρια, θα μου δώσετε δύο αρκούδους;>> ρώτησε καλοσυνάτα και οι υπόλοιποι της παρέας έκαναν ένα ταυτόχρονο επιφώνημα. <<Δεν είναι εύκολο κοπελιά. Τα λεφτά σου θα χάσεις. Μικρό κορίτσι, τι ξέρεις από όπλα;>>, <<Θα δοκιμάσω>>. Ο άντρας της έδωσε το όπλο κι εκείνη έβγαλε μερικά ψιλά από το πορτοφόλι της. <<Αν όμως δεν πετύχεις 5, μα λίγοτερα, δεν θα πάρεις κανέναν. Πάει το στοίχημα;>>. Η Ευγενία χαμογέλασε και σήκωσε το όπλο. Σιωπή έπεσε από παντού και όλοι περίμεναν να ρίξει τις βολές. Το κορίτσι πήρε το χρόνο του και κοίταξε τα ποτήρια στο βάθος. Πέντε βολές έπεσαν και ταυτόχρονα ακούστηκαν τα γυαλιά που έσπαγαν από τα ποτήρια που έπεφταν στο πάτωμα. Πήρε λίγα δευτερόλεπτα στη παρέα να συνειδητοποιήσει τι έγινε κι έπειτα ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. <<ΑΧ ΜΠΡΑΒΟ ΤΖΕΝΑΚΙ ΜΟΥ!>> τσίριξε η Ρίτα, καθώς έπαιρνε τον αρκούδο και ο γκριζομάλλης κύριος της έσφιξε το χέρι. <<Να ζήσεις κοπέλα μου. Γυναίκα τέτοιο στόχο, δεν πετυχαίνει ποτέ. Από πού είσαι; Δικιά μας;>>, <<Όχι, από Θεσσαλία>>, <<Ε ρε να ζήσει ο κάμπος, ο θεσσαλικός. Την ευχή μου. Να σε χαίρονται οι γονείς σου>>. Έγνεψε για να τον ευχαριστήσει η Ευγενία και πήρε αγκαλιά τον δεύτερο αρκούδο. <<Να σε φοβόμαστε δηλαδή;>>. Το κορίτσι γύρισε και είδε έναν όμορφο νεαρό, που δεν είχαν συστηθεί να τη πλησιάζει χαμογελώντας. <<Δεν χρειάζεται νομίζω>> του απάντησε ντροπαλά. <<Ε πώς; Για να ξέρεις να ρίχνεις έτσι, σίγουρα έχεις δικό σου πιστόλι>>. Συνέχισαν να περπατούν και εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο. <<Στα χωριά όλοι ξέρουν από όπλα. Κι εμένα η μητέρα μου με έμαθε>>, <<Α είναι οικογενειακό σας. Ρίχνει έτσι και η μαμά;>>, <<Καλύτερα. Αν ήταν εδώ, θα του είχε αδειάσει το μαγαζί από τα αρκουδάκια που θα κέρδιζε>>. Γέλασαν και οι δύο με το χωρατό κι εκείνος άπλωσε το χέρι του. <<Κώστας>>, <<Ευγενία>>, <<Όχι Τζένη;>>, <<Ευγενία με φωνάζουν σχεδόν όλοι>>, <<Το Τζένη θυμίζει την Καρέζη>>. Εκείνη έπνιξε ένα γέλιο. <<Σαν να ακούω την αδελφή μου. Τζένη με φωνάζει κι εκείνη γιατί της αρέσει η Καρέζη>>, <<Τζένη θα σε λέω κι εγώ τότε. Ο αρκούδος για ποιον είναι; Για σένα>>, <<Όχι, για την μικρή μου αδελφή>>, <<Που της αρέσει η Καρέζη>>, <<Αυτή είναι η μεσαία, η Βαλεντίνη. Έχω και μικρότερη, τη Βιολέτα>>, <<Όπλα, τρεις αδελφές, η μαμά που θα άδειαζε το μαγαζί. Λυπάμαι λίγο το μπαμπά να ξέρεις. Πρέπει να έχει αγιάσει με τόσες γυναίκες>>. Η Ευγενία γέλασε και πάλι.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα