Ο ΖΑΧΟΣ (extra bonus)

1.4K 27 11
                                    

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1966

Ο Ζάχος Λυκογιάννης, ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του, στην Αθήνα και κρέμασε το καπέλο του στην κρεμάστρα. <<ΜΑΝΑ!>> φώναξε, όπως έκανε κάθε μέρα, για να πάρει την απάντηση <<ΕΔΩ>> από την κουζίνα του σπιτιού. Η μητέρα του, τον υποδέχθηκε χαμογελαστή και του έγνεψε να κάτσει στο τραπέζι, που ήταν ήδη στρωμένο. <<Υπομονή πέντε λεπτά, να πάρει μία βράση το φαί>> του είπε αδιάφορα, καθώς ανακάτευε με την κουτάλα. Στον πάγκο υπήρχε παρατημένη μία εφημερίδα με τίτλο Θεσσαλικά Νέα. <<Πάλι κατέβηκες στην Ομόνοια και πήρες θεσσαλική εφημερίδα; Μα τι σε πιάνει;>> τη ρώτησε γελώντας. <<Δουλειά σου. Από εκεί είμαστε. Χάσαμε που χάσαμε κάθε επαφή με τον τόπο μας. Διαβάζω τουλάχιστον τα νέα και νιώθω λες και είμαι στο καφενείο του Διαφανίου, και τα λέω με τη φιλενάδα μου, τη Δέσπω>> ονειροπόλησε η Μάρω και ο γιος της γέλασε ξανά. Από περιέργεια, πήρε την εφημερίδα και άρχισε να τη ξεφυλλίζει. Διάφορα ανούσια νέα, που αν δεν ζούσες στη Λάρισα, στα Τρίκαλα ή γενικώς κάπου εντός νομού, δεν θα σε αφορούσαν. Γυρνούσε με αννοία τις σελίδες και χάζευε τα ονόματα και τις περιοχές. Από τότε που αποφυλακίστηκε η Ελένη, δεν τον ενδιέφερε καθόλου να μάθει τι γινόταν στο Διαφάνι. Παλιότερα διάβαζε τα νέα της. Δεν ήθελε ποτέ το κακό της, μα αρκετές φορές σκεφτόταν πως αν τον είχε παντρευτεί, τίποτα απ' όλα αυτά τα άσχημα που πέρασε δεν θα της είχε συμβεί. Ο έρωτας της για τον Λάμπρο την κατέστρεψε, την οδήγησε στον γάμο με ένα από τα πιο μισητά άτομα του χωριού και τελικά στο φόνο. Γύρισε ακόμα μία σελίδα και πάγωσε. Έμεινε να κοιτάει το χαρτί αποσβολωμένος, λες και διάβασε κάτι τρομερό. <<Τι έγινε καλέ; Τι λέει;>> ρώτησε η μητέρα του, που παρατήρησε τον τρόμο στο βλέμμα του. Εκείνος δεν απάντησε. Ήταν σαστισμένος. <<Καλέ θα μου πεις;>> επέμεινε θυμωμένα και του άρπαξε την εφημερίδα από το χέρι. Αμέσως κατάλαβε τι κοίταζε ο γιος της και άρχισε να διαβάζει με ηρεμία. <<Ο Λάμπρος Σεβαστός, κάτοικος Διαφανίου Θεσσαλίας, γεννηθείς εις Λαρίσσης, του Μιλτιάδους και της Ευγενίας, το γένος Οικονόμου και η Ελένη Σταμίρη, κάτοικος Διαφανίου Θεσσαλίας, γεννηθείσα εις Διαφάνιον, του Γεωργίου και της Βαλεντίνης, το γένος Ψυχαλά πρόκειται να έλθουν σε γάμο που θα γίνει εις το Διαφάνι Θεσσαλίας>>. Η Μάρω άφησε κάτω την εφημερίδα κι έριξε μια συμπονετική ματιά στο γιο της. <<Τον παντρεύεται. Μετά απ' όσα της έκανε, μετά τα χιλιάδες λάθη του, τον παντρεύεται και γίνεται κυρία Σεβαστού. Κυρία δασκάλου!>> είπε ειρωνικά. <<Αυτό ήθελε από τότε που ήταν κοριτσάκι. Μη θυμώνεις. Χαρούμενος να είσαι που έκανε το όνειρο της πραγματικότητα>>, <<ΠΟΙΟ ΟΝΕΙΡΟ ΡΕ ΜΑΝΑ; Ποιο όνειρο; Να παντρευτεί τον Λάμπρο; Κελεπούρι από τα λίγα. Κάτι ήξερε ο Γιώργης και δεν τον ήθελε με τίποτα για γαμπρό>>, <<Την τύφλα του ήξερε ο Γιώργης. Χρυσό παλικάρι ήταν ο Λάμπρος. Αν την έπαιρνε από τότε που ήταν μικρή, τώρα θα είχαν μια ωραία οικογένεια και η Ελένη δεν θα πέρναγε τόσα. Πάλι καλά να λες που της χαμογέλασε η τύχη, βγήκε από τη φυλακή και τώρα θα φτιάξει τη ζωή της>>, <<Χαρά στο φτιάξιμο>>, <<Έλα, μαζέψου. Τέλος πάντων. Ας είναι καλά κι ευτυχισμένη. Η ώρα η καλή πες και κάτσε να φάμε>>. Ο Ζάχος έσφιξε τις γροθιές του, μα δεν συνέχισε τη κουβέντα.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα