ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

817 22 2
                                    

Η Ειρήνη Καψάλη πέρασε την πόρτα του δημοτικού ορφανοτροφείου Λάρισας, λίγο μετά τις 11:00 το πρωί. Σπάνια έφτανε τόσο αργά στη δουλειά της και σχεδόν πάντα είχε κάποιον πολύ σοβαρό λόγο. Μπαίνοντας, συνάντησε τη Μαγδαληνή. Πάντα αγέλαστη και βλοσυρή, τη κοίταξε αυστηρά. <<Άργησες Ρήνα, έγινε τίποτα;>>, <<Καλημέρα και σε σένα Μαγδαληνή>> απάντησε νευρικά η Ειρήνη. Η θεία της ήταν η τελευταία αδελφή του πατέρα της, και μαζί με τη θεία της την Ιουλία που ζούσε στο Σικάγο, αποτελούσαν τους μοναδικούς εν ζωή στενούς συγγενείς. Η Ειρήνη Καψάλη γεννήθηκε στην ΑΘήνα το 1920. Ο παππούς της, ήταν στρατιωτικός και διοικητής του πατέρα της, Νικολάου Καψάλη, που ήταν επίσης στρατιωτικός και είχε πολεμήσει σε όλους τους σημαντικούς πολέμους. Η Ρήνα, όπως την φώναζε από μικρή ο πατέρας της, μεγάλωσε σε μία αστική οικογένεια, τελείωσε σχολείο στις Καλόγριες, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακό στη κοινωνιολογία στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, στη φημισμένη Σορβώνη, με υποτροφία του βασιλιά Γεώργιου. Έχασε τη μητέρα της, σε μικρή ηλικία, παρόλα αυτά, η αγάπη και η φροντίδα του Νικόλα Καψάλη, δεν την έκαναν να νιώσει στιγμή την απουσία της. Δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν της η Ειρήνη. Τα άσχημα γεγονότα στη ζωή της, την έφεραν ως τη Λάρισα στις αρχές του 1950. Η ιδέα άνηκε στη θεία της, την Μαγδαληνή. Την ημέρα της κηδείας του πατέρα της, η ψυχρή γυναίκα πλησίασε το θλιμμένο κορίτσι που κοίταζε παγωμένο το πάτωμα. <<Κουράγιο>> είπε, χωρίς στάλα συναισθήματος. <<Δεν έχω θεία. Μου τέλειωσε>> απάντησε η Ειρήνη. <<Νέα είσαι, μορφωμένη, προίκα έχεις. Θα βρεις το δρόμο σου>> της απάντησε αδιάφορα. <<Καλό γαμπρό μάλλον εννοείς>> είπε νευρικά το κορίτσι. <<Αυτός είναι ο προορισμός της γυναίκας>>, <<Όχι για μένα θεία. Σκέφτομαι να πάω σε μοναστήρι>>. Η Μαγδαληνή έβγαλε έναν αναστεναγμό γεμάτο ειρωνεία. <<Ωραίος προορισμός. Να πας με άλλες αργόσχολες, να προσεύχεστε ολημερίς. Δεν θέλει κυρ-ελέησον ο Θεός Ρήνα>>. Το κορίτσι ανακάθισε εκνευρισμένο. Δεν της άρεσε ούτε ο τόνος, ούτε ο τρόπος της. Ετοιμαζόταν να της ζητήσει να φύγει, μα η θεία της μίλησε πρώτη. <<Αν βαρέθηκες τα εγκόσμια και δεν θες να παντρευτείς, έλα στη Λάρισα. Στο ορφανοτροφείο που δουλεύω, έξι μήνες ψάχνουν διευθύντρια. Εσένα με τόσα πτυχία, θα σε προσλάβουν χωρίς δεύτερη σκέψη. Μα να ξέρεις, είναι σκλαβιά αλλά από το να πας να μονάσεις και να σε φάνε οι καλόγριες, καλύτερα εκεί>>. Ο τόνος της έκρυβε αδιαφορία, μα η ιδέα της άρεσε στην Ειρήνη που δεν μίλησε για λίγες στιγμές. <<Πότε φεύγεις για Λάρισα θεία;>>, <<Αύριο με το μεσημεριανό λεωφορείο. Αποφάσισε και πες μου. Αν το θες, θα σου δώσω πληροφορίες. Δίνουν κι ένα σπιτάκι απέναντι από το ίδρυμα>>. Η σκέψη δεν έφευγε από το μυαλό της κι όταν βρέθηκε μόνη στο πατρικό της, το πήρε γρήγορα απόφαση. Θα έφευγε, θα πήγαινε στη Λάρισα. Τέρμα η Αθήνα για την Ειρήνη Καψάλη. Η αστική ζωή είχε τελειώσει για κείνη και ένα νέο μέλλον διαγραφόταν μπροστά της. Ένα μήνα μετά είχε μετακομίσει και δεκαεπτά χρόνια αργότερα, στεκόταν μπροστά στην ανυπόφορη θεία της, που δεν είχε αποκτήσει στάλα καλοσύνης και ευγένειας. <<Χτες το βράδυ, σε είδα να μπαίνεις σε μια κούρσα με έναν άντρα. Φλερτ στα γεράματα Ειρήνη;>> ρώτησε ειρωνικά. <<Με παρακολουθείς Μαγδαληνή;>> απάντησε ενοχλημένη η διευθύντρια. <<Ένα τσιγάρο έκανα στο μπαλκόνι μου, πριν πλαγιάσω>> δικαιολογήθηκε. Η Ευγενία είδε από μακριά τις δύο γυναίκες να μιλάνε και έτρεξε να πλησιάσει την Ρήνα. <<Κυρία να σας πω κάτι;>> είπε η μικρή, προσπαθώντας να αποφύγει την οπτική επαφή με την πάντα απότομη Μαγδαληνή. <<Σταμούλη τι κάνεις εδώ; Πάλι βόλτες κόβεις; Πήγαινε στο κήπο όπως τα υπόλοιπα παιδιά και άσε τα σουλάτσα>> έκανε η γυναίκα μα η μικρή την αγνόησε και τράβηξε τη φούστα της Ειρήνης. <<Πήγαινε έξω Ευγενία και θα έρθω να μου πεις>> έκανε καλοσυνάτα η Ρήνα και το παιδί έφυγε, χωρίς διαμαρτυρίες. <<Σου έχω πει εκατό φορές, να μην τις αποκαλείς με τα επώνυμα. Υιοθετούνται από οικογένειες και δυσκολεύονται να συνηθίσουν τα καινούργια>>, <<Ποιος θα υιοθετήσει αυτό το κακομαθημένο παλιόπαιδο; Ή μήπως ελπίζεις να το πάρει η φόνισσα, που πιστεύει ότι είναι μάνα της>> είπε η γυναίκα και η Ειρήνη της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. <<Μη με κοιτάς έτσι Ρήνα. Μακάρι να την έπαιρναν, να τη ξεφορτωνόμασταν την κόμισσα. Νομίζεις δεν θέλω; Κι αν με άφηνες, θα είχε ήδη φάει ένα μπερτάκι, μπας και στρώσει αλλά...>>, <<Αλλά δεν σε αφήνω. Μαγδαληνή αρκετά. Γύρνα στη δουλειά σου και μακριά από την Ευγενία. Καλύτερα να μην μπλέκεσαι και πολύ με το παιδί. Φόνισσα δεν ήταν η Ελένη; Ε δεν είναι να μπλέκεις, ε;>> της είπε ειρωνικά και έφυγε χαμογελώντας. _________________________________________________________

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα