ΛΑΜΠΡΗ

893 22 2
                                    


Εβδομάδα των Παθών ξεκινούσε στο Διαφάνι, μα για την Ελένη ήταν μόνο εβδομάδα χαράς και ευτυχίας. Η μικρή γέμισε το σπίτι τους, από την πρώτη στιγμή που μπήκε μέσα σε αυτό και έτρεξε να δει και πάλι το δωμάτιο που είχε μείνει πριν λίγο καιρό. Το κοριτσάκι ήταν γεμάτο αγάπη και ενθουσιασμό. Ακόμα και η επιφυλακτικότητα του Λάμπρου, κράτησε ελάχιστα. Η αδυναμία που του είχε η μικρή, δεν του άφησε περιθώριο να κρατήσει αποστάσεις. Δεν υπήρχε κανείς που να μην συμπάθησε το γλυκό παιδάκι, που χάριζε απλώχερα τις αγκαλιές του. Η Δρόσω και η Ασημίνα έγιναν η θεία Δρόσω και η θεία Ασημίνα και ο Σέργιος έγινε ο μεγάλος ξάδελφος, που πρόσεχε τη μικρούλα και της μάθαινε να παίζει βόλους και κουτσό. Η ευτυχία της Λενιώς ήταν απεριόριστη. Με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυα της, όταν έβλεπε το Λάμπρο να διαβάζει κάποιο παραμύθι στην Ευγενία πριν κοιμηθεί ή όταν την έβλεπε να τρέχει στην αγκαλιά του, την ώρα που εκείνος επέστρεφε σπίτι. Άφησε για μερικές μέρες και τα χωράφια κι έμεινε σπίτι να χορτάσει το κορίτσι. Σα νερό περνούσαν οι μέρες, μα ούτε που το σκεφτόταν η Ελένη. Σαν να είχε ξεχάσει πως το παιδί θα έπρεπε να επιστρέψει πίσω και απολάμβανε κάθε στιγμή μαζί της. Το Πάσχα φέτος θα ήταν κάτι το ξεχωριστό και ήθελε να τηρήσει όλα τα έθιμα, για να χαρεί και η μικρή που ξετρελαινόταν με κάθε τι.

Τη Μεγάλη Πέμπτη, οι αδελφές της, μαζί με τον Σέργιο, κατέφθασαν από νωρίς, για να βάψουν τα κόκκινα αυγά και να φτιάξουν κουλούρια και τσουρέκια, μαζί με τα παιδιά. Η μικρή έτρεξε να ανοίξει τη πόρτα και αγκάλιασε πρώτα την Ασημίνα κι έπειτα τη Δρόσω, που ήταν η αδυναμία της. Όλοι λέγαν πως έμοιαζαν καταπληκτικά. Η Λενιώ της φόρεσε μία ποδιά, για να μη λερώσει το κόκκινο φουστανάκι της και όλοι μαζί έκατσαν στο τραπέζι κι έπιασαν δουλειά. <<Θεία θα μου μάθεις να κάνω κι εγώ κουλουράκια πλεξιδούλες;>> ρώτησε η Ευγενία τη Δρόσω, που καθόταν στα πόδια της και έπλαθαν μαζί τα κουλούρια. <<Έλα να σου δείξω, είναι εύκολο>>. Περνούσε η ώρα, χωρίς να το καταλάβουν, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Λάμπρος. Το κορίτσι κατέβηκε γρήγορα από τα γόνατα της Δρόσως και έτρεξε στην αγκαλιά του κι εκείνος τη σήκωσε ψηλά. <<Λάμπρο μου, η θεία μου έμαθε να κάνω πλεξιδούλες>>, <<Μπράβο αγάπη μου, για να μου δείξεις κι εμένα>>. Ο άντρας έπλυνε τα χέρια του κι έπιασε μία καρέκλα δίπλα στον Σέργιο, ακουμπώντας τη μικρή στα πόδια του. Τους κοίταζε η Ελένη να παίζουν με τα ζυμάρια και ήρθαν πάλι τα δάκρυα στα μάτια της. Έσφιξε τα δόντια και κοίταξε αλλού, γιατί δεν ήθελε να χαλάσει το ευχάριστο κλίμα. Η ώρα είχε περάσει όταν χτύπησε η πόρτα. <<Ανοίγω εγώ. Ο Νικηφόρος με τον Κωνσταντή θα είναι, να πάρουν τον Σέργιο>> είπε η Δρόσω και άνοιξε τη πόρτα. <<Καλημέρα. Τι γίνεται;>> είπε ο Κωνσταντής και η μικρή τον κοίταξε με περιέργεια. Εκείνος τη πλησίασε, κρατώντας μια σακούλα. <<Εσύ μωρέ είσαι η Ευγενία που όλο μιλάει ο Σέργιος;>>. Η μικρή κούνησε ντροπαλά το κεφάλι της. <<Εγώ είμαι ο θείος ο Κωνσταντής>>, <<Το θείο το Νικηφόρο τον ξεχάσαμε βλέπω>> είπε πειραχτηκά ο Νικηφόρος. <<Κι αυτός ο γκρινιάρης, είναι ο αδελφός μου>>. Το παιδί γέλασε. <<Για έλα δω>> είπε ο ψηλός άντρας και τη σήκωσε από τα πόδια του Λάμπρου. <<Για δώσε ένα φιλί>>. Η μικρή τον φίλησε. <<Α μπράβο. Αυτό είναι για σένα>> είπε και της έδωσε μία σακούλα. <<Πώπω τι μεγάλη κούκλα. Ευχαριστώ>> έκανε η Ευγενία. <<Θείε, θα μας πας μια βόλτα με τον Ασπρούλη;>> ρώτησε ο Σέργιος. <<Λοιπόν θα σας πάω μία σύντομη, γιατί βιάζεται ο πατέρας σου. Πάμε τώρα>> τους είπε και τα παιδιά έτρεξαν στην αυλή. <<Κάτσε Νικηφόρε, να σου κάνω έναν καφέ;>> ρώτησε η Λενιώ. <<Είμαστε βιαστικοί Ελένη, σε ευχαριστώ. Λοιπόν Ασημίνα, παίρνω τον Σέργιο και σας τον φέρνω τη Κυριακή για να φάμε όλοι μαζί>>. Η Ασημίνα πήγε να απαντήσει μα η Λενιώ τη διέκοψε. <<Να έρθετε το Σάββατο, να κάνουμε Ανάσταση όλοι μαζί και να φάμε εδώ>>. Ο Νικηφόρος κοιτάχτηκε με την Ασημίνα. <<Ευχαριστούμε για την πρόσκληση αλλά...>>, <<Έχετε κανονίσει κάτι άλλο;>>, <<Όχι. Σε κάποια ταβέρνα θα πηγαίναμε στη Λάρισα και...>>, <<Ωραία, κλείστηκε τότε. Σας περιμένω εδώ. Να κάνει και ο Σέργιος Πάσχα με την οικογένεια του μαζεμένη>>. Ο Νικηφόρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα