ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

866 28 5
                                    

<<Δεν κοιμάσαι;>> ρώτησε η Βαλεντίνη την Ευγενία, που καθόταν στην αυλή και χάζευε τις λεύκες. Είχε νυχτώσει για τα καλά και η ώρα ήταν περασμένη. <<Δεν είχα ύπνο και βγήκα να πάρω λίγο αέρα. Εσύ;>>, <<Για νερό σηκώθηκα και είδα πως έλειπες. Σκέφτηκα μήπως ήρθε ο Κωστάκης...>> της είπε πονηρά. <<Ε όχι δα. Με τη φωτιά θα παίζουμε;>>. Η Βαλεντίνη γέλασε και έκατσε στη διπλανή καρέκλα από την Ευγενία. <<Έχεις άγχος;>> τη ρώτησε χαμογελώντας. <<Είναι να μην έχω; Είδες κάτι μούτρα που είχε ο μπαμπάς;>>, <<Έλα, μη λες ανοησίες. Ξέρεις πόσο συνετός είναι ο δάσκαλος. Δεν θα κάνει τίποτα που θα σε φέρει σε δύσκολη θέση>>, <<Λες, ε;>>, <<Όπως σε βλέπω και με βλέπεις>> της απάντησε η Βαλεντίνη και έσφιξε μαλακά το χέρι της. <<Σε ευχαριστώ πάντως, που πήρες το μέρος μου, του πήγες κόντρα... Ξέρω τι αδυναμια του έχεις>>, <<Εγώ είμαι με το σωστό και το δίκαιο. Δεν σου μίλησε σωστά. Στο είπα όμως βρε Τζενάκι, έπρεπε να τους προετοιμάσεις. Τους ήρθε βαρύ>>, <<Στο μπαμπά βασικά γιατί η μαμά, μια χαρά το πήρε>>. Η Βαλεντίνη ανακάθισε. <<Ναι, ε; Είδες; Ίσως βέβαια δεν ήθελε να ρίξει λάδι στη φωτιά. Ήταν και ο μπαμπάς χάλια>> της είπε, κοιτάζοντας αδιάφορα. <<Όχι σου λέω, το πήρε ψύχραιμα. Με παρηγορούσε κι όλας. Είναι πιο ανοιχτόμυαλη η μαμά. Θυμάται και τα δικά τους...>>. Το κορίτσι ξερόβηξε νευρικά. <<Τι τα θες και τα σκαλίζεις. Σημασία έχει πως αύριο θα έρθει ο Κωστάκης εδώ και θα μπουν τα πράγματα σε μία σειρά>>. Η Ευγενία την αγκάλιασε τρυφέρα και τη φίλησε στο μέτωπο. <<Δεν πάμε για ύπνο; Θα μας ξυπνήσει αξημέρωτα η μαμά, να πιάσουμε τις κατσαρόλες>>, <<Ναι κι εγώ θα ξυπνήσω νόμιζεις. Πήγαινε εσύ. Θα κάτσω λίγο να νυστάξω>> της απάντησε η Βαλεντίνη. Το κορίτσι τη φίλησε ακόμα μία φορά και έφυγε για τη κάμαρη της. <<Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι Τζενάκι. Αν δεν σε έσωζα εγώ, με τη καραμπίνα θα έψαχνε η Λενιώ τον Κωστάκη σου>> μονολόγησε η Βαλεντίνη.

-------------

ΜΑΡΤΗΣ 1982

Ήταν ένα κρύο Σαββατόβραδο του Μάρτη και η Ελένη καθόταν δίπλα στο τζάκι, προβληματισμένη, πίνοντας λίγο τσίπουρο για να την ζεστάνει. Όλοι κοιμόντουσαν, μα εκείνης δεν της κόλλαγε ύπνος. Ήπιε δυο γουλιές και γέμισε ξανά το ποτήρι, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Βαλεντίνη, που χασμουρήθηκε νυσταγμένα. <<Μαμά τι κάνεις ξύπνια τέτοια ώρα;>> τη ρώτησε μέσα στον ύπνο της και πλησίασε κοντά. <<Δεν έχω ύπνο>>, <<Και πίνεις τσίπουρο;>>, <<Μπα και με νυστάξει>>. Το κορίτσι έκατσε δίπλα της και της χαμογέλασε γλυκά. <<Τι έχεις μαμά μου; Εμένα δεν μου κρύβεσαι, κάτι έχεις>>. Η Λενιώ την κοίταξε και γέλασε ειρωνικά. <<Μαμά μου... Όπως με λέει η Ευγενία. Πώς το παθες; Εσύ δεν με λες ποτέ έτσι>> της είπε με παράπονο. <<Μάλιστα. Κατάλαβα. Για την Τζένη είσαι έτσι>> διαπίστωσε η Βαλεντίνη και η Ελένη άφησε κάτω το ποτήρι. <<Πού είναι; Πού είναι η αδελφή σου;>>, <<Αφού ξέρεις καλέ μαμά. Εκδρομή με το πανεπιστήμιο στη Βεργίνα>>. Η γυναίκα την κοίταξε αυστηρά. <<Σου φαίνεται ότι τρώω κουτόχορτο; Πού είναι Βαλεντίνη; Γιατί δεν μας λέει ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάποιος υπάρχει! Γιατί μας τον κρύβει;>>. Η Βαλεντίνη αναστέναξε με απελπισία. <<Δεν την εμπιστεύεσαι βρε μαμά; Σου είπε, δεν υπάρχει κάποιος>>, <<ΜΗ ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ!>>, <<Κι εσύ μη φωνάζεις. Θα ξυπνήσει ο μπαμπάς>>. Η Λενιώ ανακάθισε. <<Είναι παντρεμένος;>>. Το κορίτσι τη κοίταξε σοκαρισμένη. <<Τι λες μωρέ μαμά; Για τέτοια την έχεις τη Τζένη μας;>>. Η Ελένη ξεφύσηξε. <<Ο έρωτας είναι ύπουλο πράγμα κόρη μου. Δεν ξέρεις που θα σε χτυπήσει. Για να μας τον κρύβει, κάτι συμβαίνει. Κάτι δεν πάει καλά. Και στη τελική, θέλω να ξέρω που είναι το παιδί μου. Τέρμα και τελείωσε, από βδομάδα ανεβαίνω Θεσσαλονίκη>>, <<Τι λες βρε μαμά; Τι θα πας να κάνεις;>>, <<Να μάθω ποιος είναι ο λεγάμενος. Θα βρω εγώ τον τρόπο να μάθω, αφού καμιά σας δεν μου λέει τίποτα>>. Η Λενιώ κατέβασε το ποτήρι με το τσίπουρο και τα μάτια της ήταν υγρά από τα νεύρα. <<Βρε μαμά, έχεις σκεφτεί μήπως η Τζένη δεν θέλει να μάθετε κάτι;>>, <<ΓΙΑΤΙ; Εντάξει, πες ντρέπεται τον πατέρα σου. Σε μένα, γιατί να μην πει; Πόσες φορές της έχω πει ότι θέλω να έχει και τα φλερτ της και να κάνει και δεσμό. Της είπα ποτέ να μείνει μοναχή της και να της βρει η Ρίζω γαμπρό; Κάτι άλλο συμβαίνει Βαλεντίνη αλλά μην ανησυχείς, θα το ανακαλύψω μόνη μου>>. Το κορίτσι ανακάθισε και πήρε βαθιά ανάσα. <<Κώστα τον λένε. Σπουδάζει στο μαθηματικό>>. Η Ελένη την κοίταξε σοκαρισμένη. <<Μάλιστα. Και γιατί μας τον κρύβει τον μορφονιό;>>, <<Γιατί δεν θέλει να σας αγχώσει. Της το είπα εκατό φορές, να σου πει με τρόπο έστω πως υπάρχει κάτι στη ζωή της. Φοβάται πως θα σας ανησυχήσει>>. Η Λενιώ αναστέναξε. <<Και τι μέρος του λόγου είναι ο λεγάμενος;>>, <<Σάμπως τον ξέρω; Η Τζένη λέει είναι καλό παιδί και την αγαπάει>>. Της έφυγε ένα βάρος της Ελένης κι ας μην το παραδεχόταν στην κόρη της. <<Μου λες αλήθεια;>>, <<Ναι βρε μαμά μου, γιατί να σου πω ψέματα; Τη ξέρεις τη Τζένη μας...>>, <<Κόφτο αυτό το Τζένη!>>, <<Την Ευγενία μας τέλος πάντων. Θα έριχνε τα μάτια της σε κακό παιδί;>>, <<Και τώρα που είναι;>>, <<Στη Καβάλα, στο σπίτι του. Η μάνα του με τον πατριό του έφυγαν για ένα γάμο στα Γρεβενά και πήγαν Σαββατοκύριακο>>, <<Μάλιστα. Σαββατοκύριακο. Προχωρημένα πράγματα>>. Η γυναίκα σηκώθηκε και άφησε το τσίπουρο με το ποτήρι στη γούρνα. <<Πώς μπορεί να μας λέει ψέματα; Έτσι τη μεγάλωσα εγώ; Να λέει ψέματα στη μάνα της; Το μαλλί θα της βγάλω. Δεν το περίμενα από εκείνη>>. Η Βαλεντίνη τη πλησίασε και της χάιδεψε το πρόσωπο. <<Ντρέπεται βρε μαμά, μη μιλάς έτσι. Θα σου λέω εγώ τι γίνεται αλλά σε παρακαλώ, μη με δώσεις. Δεν θέλω να τσακωθώ με την αδελφή μου. Εντάξει;>>. Η Ελένη έγνεψε θετικά. <<Στεναχωρήθηκες πολύ;>> ρώτησε παραπονιάρικα η Βαλεντίνη. <<Όσο να ναι...>>, <<Ξέρω τι αδυναμία της έχεις αλλά κατάλαβε τη>>, <<Καμία αδυναμία δεν της έχω. Όλες ίδιες είστε. Απλώς λείπει μακριά και το παιδί που δεν είναι κοντά, το πονάμε περισσότερο>>, <<Δηλαδή άμα φύγω κι εγώ, έτσι θα κάνεις;>>. Η Λενιώ γέλασε σιγανά. <<Με ποιον θα τσακώνομαι εγώ άμα φύγεις, ε; Σε ποιον θα φωνάζω και δεν θα με ακούει;>>. Η Βαλεντίνη έβαλε τα γέλια και την αγκάλιασε σφιχτά. Ο Λάμπρος βγήκε από το δωμάτιο, αγουροξυπνημένος. <<Λενιώ μου, πού...>>. Ο άντρας έμεινε άλαλος και τις κοίταζε. <<Βαλεντίνη, τι κάνεις ξύπνια τέτοια ώρα; Έγινε κάτι;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Εεε... ξύπνησα να πιω νερό, είδα τη μαμά όρθια και... πιάσαμε τη κουβέντα>>, <<Τέτοια ώρα πιάσατε κουβεντολόι; Λενιώ μου γιατί δεν κοιμάσαι; Συνέβη κάτι;>>. Η Βαλεντίνη τον πλησίασε και τον αγκάλιασε τρυφέρα. <<Τι να συμβαίνει μπαμπουνάκο μου; Όλα καλά>>. Ο δάσκαλος της χαμογέλασε και τη φίλησε στο μέτωπο. <<Άντε να ξαπλώσεις, μη σηκωθεί κι η μικρή>>, <<Θέλετε να μείνετε μόνοι;>> ρώτησε πονηρά το κορίτσι. <<Ναι, θέλουμε να μείνουμε μόνοι. Στο κρεβάτι σου γρήγορα>> της απάντησε αυστηρά η Ελένη και η μικρή έφυγε γελώντας. Ο Λάμπρος την πλησίασε και την αγκάλιασε τρυφερά. <<Όλα καλά ζωή μου; Δεν έγινε κάτι;>>. Η Λενιώ, ακούμπησε πάνω στο στέρνο του. <<Απλώς δεν είχα ύπνο>>, <<Γιατί δεν με ξυπνούσες;>>, <<Τι θα έκανες βρε Λάμπρο;>>, <<Θα σου έκανα παρέα>> της είπε γλυκά και τη φίλησε.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα