Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ ΣΕΒΑΣΤΟΥ

919 25 5
                                    

Φεβρουάριος 1974

Παρότι ο Φλεβάρης έδειχνε τα δόντια του, εκείνη η Κυριακή ήταν ηλιόλουστη και η θερμοκρασία είχε ανέβει. Πολλοί διαφανιώτες, έπιναν τον πρωινό τους καφέ, μετά την εκκλησία στο καφενείο, ενώ άλλοι περπατούσαν στο κάμπο για να χορτάσουν τον ήλιο που τους ζέσταινε, πρώτη φορά μετά από μέρες. Η είδηση έσκασε σαν βόμβα και μαθεύτηκε με ταχύτητα φωτός: ο Δούκας Σεβαστός, ο μεγαλύτερος τσιφλικάς της Θεσσαλίας, ο άρχοντας του κάμπου όπως τον αποκαλούσαν, είχε αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, έξι μήνες μετά τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του, από την κακιά αρρώστια. Η Αγορίτσα, τον βρήκε παγωμένο το πρωί, όταν μπήκε στην κάμαρα του για να δει γιατί δεν είχε κατέβει ακόμα για πρωινό. Πέθανε ήρεμος, στον ύπνο του, μόνος στο μεγάλο αρχοντικό του με μοναδική συντροφιά την πιστή του οικονόμο, που έτρεξε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, να ειδοποιήσει στο τηλέφωνο τον Νικηφόρο και έπειτα τον Μελέτη, τον μοναδικό κοντινό του άνθρωπο τα τελευταία χρόνια. Η απαξίωση από τα παιδιά του σε συνδυασμό με τον θάνατο της Μυρσίνης, τον έκαναν να χάσει το νόημα της ζωής και τελικά να προδοθεί από την καρδιά, που κανένας δεν πίστευε ότι έχει. Το πείσμα και η πλεονεξία του, οδήγησαν στον θάνατο τον πρωτότοκο γιο του, τα αδέλφια και τον μικρότερο ανιψιό του, απομάκρυναν από δίπλα του τα άλλα τρία του παιδιά και δεν τον άφησαν να χαρεί τα δύο του εγγόνια, τον Σέργιο και την μικρή Ανέτ που είχε δει μόλις δύο φορές στα δύο χρόνια που βρισκόταν στη ζωή.

Μαγείρευε η Ελένη, εκείνο το πρωινό και απολάμβανε την ησυχία του σπιτιού. Ο Λάμπρος πήρε τις δύο μικρότερες κόρες τους και πήγαν βόλτα στην παιδική χαρά του χωριού και η Λενιώ έμεινε να κάνει την κυριακάτικη φασίνα με ηρεμία, συντροφιά με την Ευγενία που πήγαινε στην έκτη τάξη και είχε γίνει ολόκληρη κοπέλα πια. Η πόρτα χτύπησε και το κορίτσι άφησε το διάβασμα και σηκώθηκε να ανοίξει. Η μητέρα της, της χαμογέλασε γλυκά. <<Καλημέρα πουλάκι μου>>, <<Καλημέρα θείε Φανούρη>> είπε καλοσυνάτα το κορίτσι. <<Καλώς τον. Κάτσε κι έχουμε ησυχία. Να ψήσω καφεδάκι;>> ρώτησε η Ελένη, που χάρηκε με την άφιξη του. <<Δεν ξέρετε τίποτα;>>, <<Τι να ξέρουμε;>>. Η Λενιώ κοιτάχτηκε με την Ευγενία, γεμάτες περιέργεια. <<Θες να πάω μέσα θείε; Θες να πεις κάτι στη μαμά;>>, <<Τι να πας μέσα κοριτσάκι μου, που έχει βουίξει όλη η Θεσσαλία>>. Η γυναίκα τον κοίταξε εκνευρισμένα. <<Θα μας πεις χριστιανέ μου τι έγινε ή θα μας σκάσεις; Γιατί βούιξε ο κάμπος;>>, <<Ο Δούκας...Πάει>>, <<Πού πάει;>>, <<Διακοπές. Πού πάει Λενιώ μου; Πέθανε>>. Η Ευγενία έφερε το χέρι μπροστά στο στόμα από το σοκ, μα η Ελένη έμεινε αδιάφορη. <<Μπα, από τι πήγε;>>, <<Η καρδιά του. Ανακοπή είπαν>>, <<Είχε καρδιά; Μη μου πεις>>, <<ΜΑΜΑ!>> έκανε το κορίτσι νευρικά, μα η Λενιώ την αγνόησε. <<Τι να πω; Καλό παράδεισο. Τι παράδεισο δηλαδή, για κόλαση τον έχω>>, <<ΒΡΕ ΜΑΜΑ!>> είπε ξανά η Ευγενία και η Ελένη έπνιξε ένα γέλιο. <<Τελικά να σου κάνω καφέ; Θα τον κάνω πικρό, της παρηγοριάς>>. Ο Φανούρης χαμογέλασε και της έγνεψε καταφατικά. Η πόρτα άνοιξε και ο Λάμπρος, μπήκε μέσα φουριόζος. <<ΤΑ ΜΑΘΑΤΕ;>> ρώτησε λαχανιασμένα. <<Τα παιδιά πού είναι;>>, <<Πέθανε ο Δούκας>>. Η Λενιώ ξεφύσηξε νευρικά. <<Τα παιδιά πού είναι; Πού τις άφησες;>>, <<Στο κήπο βρε Λενιώ, παίζουν. Πού να τις άφησα; Από καρδιά λένε>>, <<Και τις άφησες μόνες τους; Να πέσει η μικρή, να σπάσει τα μούτρα της έτσι άτσαλα που τρέχει; Είσαι με τα καλά σου;>>. Η Ευγενία σηκώθηκε πρόθυμα. <<Πάω εγώ>>, <<Άντε κοριτσάκι μου γιατί τις φοβάμαι μόνες τους κι η Βαλεντίνη δεν έχει το νου της>>. Το κορίτσι έφυγε και έμειναν οι τρεις τους. <<Να κάνω καφέ τελικά; Λάμπρο θα πιεις κι εσύ;>>, <<Τι καφέ Λενιώ μου; Πρέπει να πάμε στο Σεβαστέικο, να συλλυπηθούμε>>. Η Ελένη έπνιξε ένα γέλιο. <<Θα αστειεύεσαι. Θα πάω να συλλυπηθώ για τον φονιά του πατέρα μου; Για τον φονιά του Γιάννου μας;>>, <<Θα πάμε για τον Νικηφόρο, τον Κωνσταντή, τη Πηνελόπη, τις αδελφές σου...>>, <<Εγώ δεν πάω! Τρία παιδιά έχω, δεν έχω που να τα αφήσω και δεν θα με παρεξηγήσει και κανείς>>, <<Έρχεται η Βιολέτα να μείνει με τις μικρές για μισή ώρα, την ειδοποίησα>>, <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;>>, <<Πρέπει να πάμε και το ξέρεις. Για τους δικούς μας ανθρώπους Ελένη, όχι για τον Δούκα. Είμαστε οικογένεια, σε παρακαλώ>>. Η Ελένη κοίταξε τον Φανούρη που της έγνεψε με νόημα. <<Μάλιστα. Να πάμε Λάμπρο αλλά στη κηδεία δεν πρόκειται να έρθω, ότι και να πεις>> του δήλωσε θυμωμένα και μπήκε στη κάμαρα να αλλάξει.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα