ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙ

1K 25 0
                                    

Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της, χαμογέλασε γλυκά και χάιδεψε τη κοιλιά της. Ήταν μία κρύα Κυριακή Φεβρουαρίου του 1972 και είχαν περάσει σχεδόν εννέα μήνες από τη νύχτα της ονομαστικής της εορτής, η οποία της άφησε σαν δώρο ένα τρίτο παιδί που θα γεννιόταν σε μερικές μέρες. Δεν είχε λόγο να μη χαμογελά η Λενιώ. Παρότι έμεινε έγκυος σε προχωρημένη ηλικία, οι μήνες που πέρασε ήταν υπέροχοι, όλα πήγαν καλά και δεν ταλαιπωρήθηκε καθόλου. Σχεδόν δεν είχε καταλάβει μέχρι κάποια στιγμή, πως κουβαλούσε μέσα της ένα παιδί. Δεν είχε ναυτίες και αναγούλες, δεν αισθανόταν το σώμα της βαρύ και δεν είχε κανένα πρόβλημα στις κινήσεις της. Μέχρι μερικές μέρες πριν, οδηγούσε κανονικά, πήγαινε στα χωράφια, φρόντιζε τις κόρες της και περπατούσε ως το χωριό χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Αν δεν επέμενε ο Λάμπρος να προσέχει, θα συνέχιζε ως τώρα την καθημερινή της ρουτίνα. Χαμογέλασε ξανά, και γύρισε στον άντρα της, που κοιμόταν κουκουλωμένος κάτω από τις βαριές κουβέρτες. Τον φίλησε τρυφερά στα χείλη κι εκείνος άνοιξε τα μάτια του. Του έδωσε ακόμα ένα φιλί, κι έπειτα ακόμα ένα γεμάτο πάθος. Ο άντρας τραβήχτηκε από κοντά της. <<Βασανιστήρια μου κάνεις Σταμίρη;>> τη ρώτησε γελόντας πονηρά. <<Ένα φιλί ήθελα>> του απάντησε. <<Το πήρες, τέλος. Μη μου κάνεις τέτοια κι έχουμε καιρό μπροστά μας>>. Η Λενιώ τον φίλησε στο λαιμό και δάγκωσε ελαφρά το αυτί του. <<Έχεις τρελαθεί;>>. Η Ελένη γέλασε και ξάπλωσε στην αγκαλιά του. <<Μου λείπεις. Τόσο κακό είναι;>>, <<Καλά τι σε έπιασε; Όταν ήσουν έγκυος στη Βαλεντίνη, δεν ήθελες ούτε να σε βλέπω να αλλάζεις>>, <<Στη Βαλεντίνη είχα άσχημη εγκυμοσύνη. Τώρα είμαι μια χαρά>>. Της χάιδεψε τα μαλλιά κι έμειναν να κοιτάζονται μερικές στιγμές. Η πόρτα του δωματίου χτύπησε και η Βαλεντίνη μπήκε μέσα τρέχοντας. <<Μπαμπάαα κοιμάσαι;>> ρώτησε και ανέβηκε στο κρεβάτι. <<Σάμπως και αν κοιμόταν δεν θα τον ξύπναγες; Τι φωνάζεις παιδί μου πρωί πρωί;>>. Η μικρή φίλησε τη κοιλιά της Ελένης κι εκείνη την αγκάλιασε. <<Μαμά κοιμάται το μωρό;>>, <<Κοιμάται ναι. Τώρα που φωνάζεις, θα το ξυπνήσεις>>, <<Δεν θα το ξυπνήσω>>. Η Ευγενία μπήκε στη κάμαρη, μαζί με τον αρκούδο της και έκατσε δίπλα στον πατέρα της. <<Της είπα να μην έρθει αλλά δεν ακούει και κανέναν>> είπε και ο Λάμπρος της έκανε νόημα να ξαπλώσει στην αγκαλιά του.

Έκατσαν όλοι μαζί στο τραπέζι, όπως έκαναν πάντα τις Κυριακές και η Ελένη ετοίμασε το πρωινό, με τη βοήθεια της Ευγενίας. Η γυναίκα βάλθηκε να καθαρίζει το αυγό της Βαλεντίνης, που έπινε γρήγορα το γάλα της. <<Τι ώρα θα περάσει ο Φανούρης για να φύγετε;>> ρώτησε αδιάφορα, μα ο Λάμπρος την κοίταξε νευρικά. <<09:30 θα περάσει ο Φανούρης. Θα του δώσω τη κούρσα να πάει μόνος του>>. Η Ελένη εκνευρίστηκε και άφησε κάτω μισοτελειωμένο το αυγό. <<Είσαι με τα καλά σου Λάμπρο; Ο Φανούρης καλά καλά δεν ξέρει να οδηγεί, θα τον στείλεις μοναχό του στο ραντεβού;>>, <<Ελένη, η Ασημίνα με τον Νικηφόρο έχουν πάει σε εκείνο το γάμο της ξαδέλφης σας, η Δρόσω έχει την μικρή με συνάχι, η Βιολέτα είναι μόνη της στο μαγαζί γιατί ο Παναγιώτης έπαθε λουμπάγκο και η Μερόπη πήγε να επισκεφτεί την Αγγελικούλα. Δεν μπορεί κανένας να είναι μαζί σου. Ε δεν θα σε αφήσω 9 μηνών έγκυο, με δύο παιδιά και να πάω στο Βόλο!>>, <<Μόλις μπήκα στο μήνα μου. Το παιδί είναι ακόμα ψηλά, χτες με εξέτασε η Ρίζω. Είσαι υπερβολικός Λάμπρο! Το ραντεβού είναι σημαντικό και πρέπει να πας. Δεν θα πάθω τίποτα, ούτε πρόκειται να γεννήσω>>, <<ΠΟΥ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΕΛΕΝΗ;>> είπε φανερά νευριασμένος και οι μικρές τον κοίταξαν φοβισμένες. <<Έχω ξαναγεννήσει Λάμπρο και από το πρωί είχα πονάκια. Τώρα είμαι μία χαρά. Θα πας και θα γυρίσεις ωραία και καλά ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ! Πιο πολύ θα με αγχώσεις άμα κάτσεις εδώ. Έχουμε ένα σωρό εργάτες και τρία παιδιά. Δεν μπορεί να αφήνεις τέτοιους πελάτες. Και επιτέλους, ο Φανούρης δεν είναι ικανός να οδηγήσει ως το Βόλο. Μήπως να πάω εγώ και να μείνεις εσύ με τα κορίτσια;>> ρώτησε ειρωνικά, μα ένα χτύπημα στη πόρτα, διέκοψε τη κουβέντα τους. <<O νονός!!>> τσίριξε χαρούμενα η Βαλεντίνη και έτρεξε να ανοίξει. Ο Φανούρης μπήκε, καλοσυνάτος όπως πάντα, στο σπίτι και τη σήκωσε ψηλά. <<Καλημέρα σε όλους!>>, <<Καλώς τον. Κάτσε να σου κάνω καφέ>> τον καλωσόρισε η Ελένη. <<Λενιώ μου, καλύτερα όχι γιατί αργήσαμε κομμάτι. Άντε κουμπάρε, δεν ξεκινάμε;>>. <<Φανουρ..>> ξεκίνησε να λέει ο δάσκαλος, μα η Ελένη τον διέκοψε. <<Ναι, ναι, να πάτε. Άντε Λάμπρο μου, μη περιμένει ο άνθρωπος>> του είπε και τον κοίταξε γελώντας πονηρά. Ο άντρας έσφιξε τις γροθιές του. Από το πρωί, ένα κακό προαίσθημα τον τριγύριζε και δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Σηκώθηκε και φίλησε τρυφερά την Ευγενία στο κεφάλι και έπειτα την Βαλεντίνη που καθόταν δίπλα στην Ελένη. <<Να προσέχετε τη μάνα σας και να είστε ήσυχες. Αν δεν είστε καλά κορίτσια, δεν θα σας δώσω τις σοκολάτες που θα φέρω από το Βόλο>>. Και οι δύο έγνεψαν θετικά. Έπειτα φίλησε μαλακά τη Λενιώ στα χείλη και χάιδεψε την κοιλιά της. <<Μην κατέβεις στο χωριό, αν δεν γυρίσω. Κι αν χρειαστείς κάτι, να φωνάξετε τη Βιολέτα>> της είπε και η Ελένη κούνησε το κεφάλι της, γελώντας. Οι δύο άντρες βγήκαν στην αυλή και περπάτησαν ως το πίσω μέρος του σπιτιού, για να πάρουν το αυτοκίνητο. Η νευρικότητα του Λάμπρου, κίνησε τη περιέργεια στο Φανούρη. <<Τι έχεις κουμπάρε μου; Τα καράβια σου έπεσαν έξω;>>. Ο δάσκαλος πήρε μια βαθιά ανάσα και στάθηκε δίπλα στο αυτοκίνητο. <<Έχω ένα κακό προαίσθημα Φανούρη. Με τρώει απ' το πρωί και η Ελένη δεν λέει να καταλάβει. Έμεινε μόνη της με δυο παιδιά και ένα στη κοιλιά έτοιμο να βγει!>>, <<Σπουδαγμένος άνθρωπος, πιστεύεις στα προαισθήματα; Θεός φυλάξει! Θες να μην πάμε;>>, <<Χειρότερα θα τα κάνω. Δεν ακούει κουβέντα και δεν θέλω να συγχίζεται. Πήγε καλά η εγκυμοσύνη, δε λέω, αλλά πρέπει να προσέχουμε>>, <<Μη σκοτίζεσαι δάσκαλε, ιδέα σου θα είναι. Η κυρά μου, τα καταφέρνει όλα. Και παιδιά και χωράφια και το σπίτι και όλα. Δεν έχει ανάγκη. Πάμε να τελειώνουμε και δεν θα γίνει τίποτα>> του είπε και μπήκαν στο αμάξι, μα η ανησυχία δεν έφευγε από τον Λάμπρο.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα