ΑΠΟΓΝΩΣΗ

1K 23 0
                                    


Έφυγαν αργά το απόγευμα, όταν είχε αρχίσει ήδη να νυχτώνει και παχουλες σταγόνες βροχής, έπεφταν πάνω στο αυτοκίνητο που άφηνε πίσω του τη Λάρισα. Η καταιγίδα είχε ξεσπάσει και ο άντρας, λίγο έξω από την πόλη, στον επαρχιακό δρόμο, έκανε το αμάξι στο πλάι, σταματώντας σε ένα μικρό ξέφωτο. <<Βρέχει πολύ Λενιώ μου. Καλύτερα να περιμένουμε να κοπάσει η μπόρα>> της είπε μα εκείνη δεν απάντησε. Κοιτούσε το τζάμι και τις σταγόνες που μαστίγωναν το αυτοκίνητο. <<Συγνώμη>> ψέλλισε. <<Τι πράγμα;>> τη ρώτησε με απορία. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, το πρόσωπο της κοκκίνησε και άρχισε να τρέμει. <<Συγνώμη. Συγνώμη καρδιά μου, συγνώμη. Δεν... Εγώ φταίω. Εγώ>>. Εκείνος της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά και προσπάθησε να την καθησυχάσει μα ήταν μάταιο. <<Σου φέρθηκα απότομα, σου μίλησα άσχημα ενώ εσύ... Ωχ θεέ μου. Σαν κι έφταιγες εσύ που έφυγε το παιδί. Σαν και δεν ήξερα ότι θα το γυρίσουμε πίσω και εσύ το επέλεξες. Χριστέ μου, πόσο ανόητα φέρθηκα. Πόσο!>>, <<Ηρέμησε καρδιά μου. Δεν έγινε τίποτα, εντάξει; Όλα καλά>>, <<Όχι. Δεν είναι όλα καλά>>, <<Το ξέχασα ήδη>>. Η γυναίκα ακούμπησε τη πλάτη της στο κάθισμα και κοίταξε έξω τη βροχή. <<Λάμπρο. Θέλω το παιδί>> είπε χωρίς να γυρίσει το βλέμμα του σε εκείνον. <<Κορίτσι μου...>>, <<Το ξέρω πως δεν γίνεται, το ξέρω πως για εκείνους είμαι μια φόνισσα και τίποτα παραπάνω αλλά θέλω το παιδί. Δεν... Δεν βρέθηκε τυχαία στο δρόμο μας αυτό το κορίτσι Λάμπρο. Δεν το βρήκαμε τυχαία ένα πρωί στην αποθήκη>>, <<Τι λες καρδιά μου;>>, <<Ήταν σημάδι Λάμπρο. Μας το έστειλε ο Θεός που είδε την αδικία που μου έκαναν, που μου στέρησαν τη δυνατότητα να κάνω δικά μου παιδιά. Δεν το βλέπεις; Το όνομα της. Το όνομα που θα δίναμε στη κόρη μας, όπως το είχαμε συμφωνήσει. Είναι... Είναι ίδια η Δρόσω και η συγχωρεμένη η μάνα μου. Και μας αγάπησε από τη πρώτη στιγμή, από το πρώτο λεπτό που μας είδε>>, <<Έτυχε καρδιά μου>>, <<ΔΕΝ ΕΤΥΧΕ. Εκείνο το βράδυ, είχαμε την επέτειο μας. Πλαγιάσαμε στη κάμαρη μας κι εγώ... Κι εγώ ευχήθηκα να μας έδινε ο Θεός ένα παιδί, μόνο αυτό ευχήθηκα και το άλλο πρωί τη βρήκα Λάμπρο. Δεν μπορεί, δεν είναι τυχαίο. Είναι δικό μας το παιδί Λάμπρο, δικό μας>>. Η γυναίκα ξέσπασε σε λυγμούς. Είχε τόσο πόνο μέσα της, τόση πίκρα, και τόση στεναχωρια. Πρώτη φορά ξεσπούσε και έλεγε όσα ένιωθε. Ο δάσκαλος της χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι, χωρίς να πει κάτι. <<Δεν έχω νιώσει έτσι ξανά. Ντρέπομαι, ντρέπομαι τόσο αλλά ούτε για τον ανιψιό μας δεν νιώθω έτσι. Κάθε φορά που αφήνω το παιδί, ξεριζώνεται η ψυχή μου. Έτσι ένιωσα στη φυλακή, όταν ξύπνησα και...>> η φωνή της Λενιώς λύγισε. Ο Λάμπρος έσκυψε πάνω της και κράτησε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του. <<Ηρέμησε καρδιά μου. Ηρεμήσε>> της είπε και έμειναν εκεί για μερικές στιγμές. <<Θα βρούμε τις ισορροπίες μας. Κι όσον αφορά το παιδί, αν υπάρξει μία χαραμάδα ελπίδας για να το πάρουμε, εγώ σου υπόσχομαι ότι θα το παλέψουμε μέχρι τέλους. Αλλιώς θα είμαστε πάντα εκεί για εκείνη και θα είναι μέλος της οικογένειας μας>>, <<Αλήθεια το λες;>> ρώτησε μέσα στα δάκρυα της. <<Ναι. Φυσικά και το λέω αλήθεια. Ένα πράγμα όμως σου ζητάω: Μη με διώχνεις από τη ζωή σου. Μη με απομακρύνεις, μην απομονώνεσαι. Δεν το αντέχω αυτό, δεν αντέχω την απόρριψη σου. Ότι πρόβλημα έχουμε, ότι πρόβλημα έχεις, θέλω να το αντιμετωπίζουμε μαζί. Οι δυο μας. Δεν μας βγήκε σε καλό Λενιώ μου η απομόνωση και η μοναξιά τόσα χρόνια. Μην το ξανακάνεις αυτό. Εντάξει;>>. Η γυναίκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. <<Ναι. Ναι, εντάξει. Ποτέ ξανά>> είπε και έπιασε με τα χέρια της το πρόσωπο του άντρα της, κόλλησε τα χείλη της στα δικά του και τον φίλησε παθιασμένα. Ο Λάμπρος ανταπέδωσε το φιλί. Η ανάσα τους είχε κοπεί. Δεν υπήρχε ρομαντισμός, μόνο απόγνωση και απελπισία. Όλη η ένταση που είχαν μέσα τους, σε ένα φιλί. Εκείνος ανασηκώθηκε και κόλλησε το κορμί του πάνω στο δικό της. Εκείνη τον τράβηξε πάνω της και κόλλησε το σώμα της στη πόρτα του αυτοκινήτου. Έπιασε το χέρι του, χωρίς να σταματήσει να τον φιλάει και το έβαλε κάτω από το φόρεμα της, δείχνοντας του τι ήθελε να κάνει. Ο άντρας υπάκουσε και της τράβηξε μαλακά το εσώρουχο. Έπειτα έπιασε τα μπράτσα της και την τράβηξε επάνω του. Η Ελένη τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του, και χωρίς να αφήσει για μία στιγμή τα χείλη του και ξεκούμπωσε με γρήγορες κινήσεις τη ζώνη από το παντελόνι του. Πρώτη φορά ενώνονταν έτσι, χωρίς το παραμικρό συναίσθημα και χάδι. Οι κινήσεις τους έδειχναν απελπισία. Σαν να αποζητούσαν τη λύτρωση. Η γυναίκα σήκωσε το σώμα της και βυθίστηκε στο δικό του. Όσο δυνάμωνε η βροχή, δυνάμωνε και ο ρυθμός που ζούσαν τον έρωτα τους. Πρώτη φορά η Ελένη δεν είχε ανάγκη το χάδι του. Το μόνο που ήθελαν ήταν να εκτονώσουν την ένταση και να γίνουν ένα. Αν κάποιος τους έβλεπε, θα πίστευε πως ήταν δύο παράνομοι εραστές. Η γυναίκα κουνούσε το κορμί της με δύναμη πάνω κάτω, ώσπου ηρέμησαν και οι δύο. Μαζί τους ηρεμούσε και η βροχή, που έπεφτε λιγότερο δυνατά. <<Σ' αγαπώ>> του ψιθύρισε η Λενιώ και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Εκείνος δεν μίλησε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Έμειναν λίγη ώρα αγκαλιασμένοι και συνέχισαν το δρόμο τους για το χωριό.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα