ΤΟ ΠΑΡΤΥ (extra bonus)

1.1K 26 2
                                    


ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1967

Η Ελένη περπατούσε, πιασμένη από το μπράτσο της Ειρήνης, που κοίταγε τριγύρω τα παιδιά που έπαιζαν, κάτω από τον ζεστό ήλιο του Αυγούστου. <<Δηλαδή κανένα νεότερο...>> πέταξε λυπημένα η Ελένη. Η Ειρήνη ξεφύσηξε νευρικά. <<Βρε Λενιώ μου, μη σκας. Σου είπα, το υπουργείο δεν λειτουργεί λόγω καλοκαιριού. Καμία υιοθεσία δεν προχωρά, ακόμα και οι πιο απλές>> εξήγησε. <<Ανησυχώ βρε Ειρήνη. Να σου λέω κι εσένα ψέματα πως δεν το σκέφτομαι; Τουλάχιστον, υπάρχει καμία ελπίδα;>>. Η Ρήνα έμεινε σιωπηλή για ένα λεπτό. <<Αν σου πω ότι ξέρω, θα είναι ψέμα Λενιώ μου. Κάναμε ότι μπορούσαμε. Πίεσε κι ο Κωνσταντής με τις γνωριμίες του, έκανα κι εγώ μερικά τηλέφωνα... Ξέρεις όμως πως είναι δύσκολο. Έχεις βαρύ ποινικό μητρώο Ελένη και δεν μπορούν να το παρακάμψουν έτσι εύκολα>> της απάντησε με κάθε ειλικρίνα. Η γυναίκα σταμάτησε να περπατά. <<Δηλαδή σαν να λέμε, καμία ελπίδα>>, <<Δεν θα είχες καμία, αν δεν πιέζαμε τόσο κι από τόσες κατευθύνσεις. Να ξέρεις πως εγώ δεν συμφωνώ με τέτοιες πρακτικές αλλά τώρα ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Θα δείξει...>> απάντησε. Κοίταξαν την Ευγενία από μακριά, που έπαιζε στη τσουλήθρα και έπεφτε με δύναμη στην αγκαλιά του Λάμπρου. Εκείνος την πετούσε στον άερα και το κοριτσάκι ξεφώνιζε χαρούμενα. Έφτασαν κοντά στη συντροφιά τους και η Ελένη χαμογέλασε πλατιά στο παιδί. <<Καλώς τες>> έκανε εύθυμα ο δάσκαλος. Η Λενιώ πήρε στην αγκαλιά της, την μικρή που τύλιξε τα χεράκια της, γύρω από το λαιμό της. <<Κυρία Ειρήνη, πότε θα με αφήσετε να πάω σπίτι μου;>> ρώτησε μουτρωμένα η Ευγενία. <<Κάθε μέρα τα ίδια θα λέμε; Σου είπα, σε μερικές μέρες, θα το κανονίσω και θα πας.  Και μάλιστα, θα κάτσεις αρκετά>>, <<Πόσες μερικές μέρες;>> επέμεινε το παιδί. <<Ευγενία! Κάτι είπαμε. Σε λίγες μέρες, θα πάρω την Ελένη να έρθει να σε πάρει>> απάντησε αυστηρά. <<Δε γίνεται να με πάρουν τώρα; Σε παρακαλώ μαμά!>> έκανε παραπονιάρικα. <<Δεν γίνεται και το ξέρεις. Λοιπόν, χαιρέτα τον Λάμπρο και την Ελένη γιατί πρέπει να πας για φαγητό>>, <<ΔΕΝ ΘΕΛΩ! Δεν πεινάω!>> φώναξε θυμωμένα. <<Έλα καρδιά μου, μην κάνεις έτσι. Την Τρίτη έχουμε μια δουλειά στη Λάρισα και θα έρθουμε ξανά. Σε παρακαλώ>> είπε ο Λάμπρος και την πήρε στην αγκαλιά του. <<Μπαμπά, όταν θα έρθω σπίτι, θα βάλουμε και κούνια;>>, <<Ναι μάτια μου. Θα σου βάλω ότι θες. Μη μου στεναχωριέσαι>>. Της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και η Ελένη τους πλησίασε και ακούμπησε τα χείλη της, στο στέρνο της μικρής. <<Σου έχω πάρει κι ένα καινούργιο φορεματάκι με λουλούδια, που σου αρέσουν. Θα στο φέρω να το δοκιμάσεις, εντάξει;>> ψέλλισε η Λενιώ με μάτια υγρά. <<Μανούλα, μη κλαις>>, <<Δεν κλαίω κοριτσάκι μου. Να, καλά είμαι. Κι εσύ να περνάς όμορφα, να παίζεις με τις φίλες σου και να είσαι καλό παιδάκι. Εντάξει;>>, <<Εγώ θέλω να έρθω στο σπίτι και να παίζω με τον Ασπρούλη και τις κοτούλες>>, <<Θα γίνει κι αυτό, εντάξει; Έλα, πήγαινε να φας>> της είπε και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Ο Λάμπρος άφησε κάτω τη μικρή, που έπιασε το χέρι της Ρήνας λυπημένα και πήγαν μαζί προς την αίθουσα του εστιατορίου. Η Ελένη έγειρε στο στήθος του άντρας της και ξέσπασε σε κλάματα. <<Άντε πάλι... Βρε καρδιά μου, κάθε φορά που θα ερχόμαστε εδώ, θα κλαις; Δεν κάνεις καλό στο παιδί γιατί το καταλαβαίνει πως είσαι πικραμένη>>, <<Τι να κάνω Λάμπρο; Τι; Κι αυτή η Ρήνα... Πότε θα μας το δώσει επιτέλους; Αύγουστος έφτασε!>>, <<Ότι μπορεί κάνει, δεν είναι εύκολο. Δείξε λίγο κατανόηση>>, <<Βασανίζεται η μικρή, δεν το βλέπεις;>>, <<Μια χαρά είναι η μικρή. Απλώς όποτε μας βλέπει, ξεσηκώνεται και λογικό είναι. Κι εγώ τη θέλω δίπλα μας όμως χρειάζεται υπομονή. Φτάσαμε με κόπο ως εδώ Λενιώ μου. Κάνε λίγο κουράγιο ακόμα>> της είπε παρακαλετά και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα