Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

1K 25 13
                                    

ΙΟΥΝΙΟΣ 1949

Έκαιγε ο καυτός ήλιος τον κάμπο από τις πρώτες πρωινές ώρες και ο Γιώργης Σταμίρης βγήκε πρωί-πρωί από τη κάμαρη του, βιαστικός όπως πάντα, να πιει τον καφέ του και να πάει στα χωράφια. <<Καλημέρα Λενιώ μου>> είπε στη κόρη του, που είχε ξυπνήσει όπως κάθε μέρα νωρίτερα, για να του ετοιμάσει το πρωινό και το κολατσιό του για τη δουλειά. Στο τραπέζι καθόταν και η μικρότερη του κόρη, η εννιάχρονη Δρόσω, που του χαμογέλασε γλυκά. <<Καλημέρα πατέρα>> απάντησε η Ελένη και άφησε μπροστά του τον καφέ του. Εκείνος ήπιε δυο γουλιές και πήρε βαθιά ανάσα. <<Μερακλίδικος. Τον πέτυχες κόρη μου. Τυχερός ο άντρας που θα σε δώσω, όλα τα καλά έχεις πάνω σου>>. Το κορίτσι χαμογέλασε ντροπαλά. Η πόρτα της κάμαρης άνοιξε και βγήκε η δεκατετράχρονη Ασημίνα, με τις καστανόξανθες μπούκλες της, να της φωτίζουν το πρόσωπο. <<Καλημέρα πατέρα>> είπε με τη σειρά της. <<Καλώς την και την άλλη μου τη τσούπρα>>. Η κοπέλα πλησίασε την Ελένη και την τράβηξε μαλακά από το μπράτσο προς το μέσα μέρος της κουζίνας. <<Την έχει στήσει από τα αξημέρωτα πίσω από τις λεύκες. Πήγαινε πες του καμιά κουβέντα γιατί θα τον δει ο πατέρας και θα έχουμε πρόβλημα. Καλά δεν πέρασε όλο το καλοκαίρι; Μην σας καταλάβει τώρα που τελειώνει>>. Η Λενιώ την κοίταξε αγχωμένη και έφυγε προς τη κάμαρη, με τη δικαιολογία πως ήθελε να πιάσει τα μαλλιά της μια κοτσίδα γιατί ζεσταινόταν. Μπήκε μέσα βιαστικά και έκλεισε τη πόρτα πίσω της. Έπειτα έσκυψε από το παράθυρο. <<Είσαι με τα καλά σου; Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;>> του φώναξε όσο πιο σιγά γινόταν. <<Περιμένω να φύγει ο πατέρας σου. Δεν αργεί>>, <<Θα σε δει και θα μας κρεμάσει και τους δύο>>, <<Δεν θα με δει>> έκανε κεφάτα ο Λάμπρος και κρύφτηκε πάλι πίσω από τα δέντρα. Το κορίτσι επέστρεψε στη τραπεζαρία και δέκα λεπτά αργότερα, ο Γιώργης τις αποχαιρέτησε. <<Σε λίγο θα έρθω κι εγώ πατέρα μου. Δεν αργώ>> του είπε η Ελένη, τρέμοντας μη σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και δει τον νεαρό που βρισκόταν στον κήπο τους. Κοιτούσε από το μικρό παράθυρο της κουζίνας και όταν τον είδε να απομακρύνεται με το άλογο του άνασανε και έτρεξε έξω.

Ο Λάμπρος βγήκε από την κρυψώνα του και στάθηκε μπροστά από τα σκαλιά του σπιτιού. Εκείνη κατέβηκε βιαστικά και έπεσε στην αγκαλιά του. <<Είσαι τρελός; Θες να τα καταστρέψεις όλα;>> τον ρώτησε γελώντας κι εκείνος τη σήκωσε στον αέρα. <<Έχω δουλειά μετά και ήθελα να σε δω. Χτες δεν βρεθήκαμε καθόλου. Φεύγω σε λίγες μέρες κορίτσι μου, δεν πρέπει να χάνουμε καμία μέρα>> της είπε παραπονιάρικα και την τράβηξε στο πλάι του σπιτιού, κοντά στο κοτέτσι. Φιλήθηκαν παθιασμένα κι ο Λάμπρος κόλλησε το κορμί του πάνω στο δικό της. Τα φιλιά τους ήταν αχόρταγα και η Λενιώ είχε τυλίξει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. <<Έλα σταμάτα. Είναι και οι μικρές πάνω>> τον μάλωσε η Ελένη και τραβήχτηκε μαλακά. Εκείνος ξεφύσηξε με απελπισία. <<Θα σε δω τουλάχιστον το απόγευμα; Μη μου πεις όχι γιατί θα τη στήσω πίσω από τις λεύκες πάλι και θα περιμένω μέχρι να βγεις>>. Εκείνη γέλασε πονηρά. <<Θα με δεις. Θα πω πως πάω στη κυρά-Μάρω και θα της ζητήσω να με καλύψει, όπως πάντα>>. Ο νεαρός χαμογέλασε και την φίλησε ξανά. <<Πρέπει φύγω. Θα με περιμένει ο πατέρας μου, στα χωράφια>>, <<Θα πάμε ως τη διασταύρωση μαζί>>. Η Λενιώ τον κοίταξε νευρικά. <<Δεν καταλαβαίνεις από λόγια, έτσι; Αν μία στις χίλιες επιστρέψει να πάρει κάτι...>>, <<Θα μας σκοτώσει. Εκατό φορές μου τα έχεις πει. Δεν θα επιστρέψει. Θα έχουμε το νου μας. Πάμε;>> της είπε κεφάτα. <<Καλά. Μισό λεπτό να βάλω τις γαλότσες μου>> του απάντησε εκείνη αγχωμένα και πήγε στην αποθήκη τα παπούτσια. Έπειτα έκατσε στη παλιά καρέκλα της αυλής, για να κάνει την αλλαγή. Ο Λάμπρος την χάζευε. Ο τρόπος που σήκωσε το πόδι της για να το βολέψει μέσα στη μπότα, έκανε το φουστάνι της να σηκωθεί πάνω από το γόνατο. Η θέα τον έκανε να νιώσει μια μικρή αναστάτωση και γύρισε το βλέμμα του αλλού.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα