Ο ΝΟΝΟΣ

950 27 0
                                    

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1980

Η Ελένη έδωσε μία τελευταία τσάντα, στο Λάμπρο, κι εκείνος την άφησε στο (ασφυκτικά γεμάτο) πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου τους. Πάλευαν εδώ και μία ώρα κάτω από τον καυτό ήλιο, να χωρέσουν όλα τα πράγματα της Ευγενίας στη κούρσα που θα την πήγαινε στη Θεσσαλονίκη. <<Να σου δώσω και καμία ακόμα κουβέρτα μαζί, να έχεις αν χρειαστεί να φιλοξενήσεις κανέναν>> πέταξε η Λενιώ και πήγε να φύγει προς το σπίτι, μα η Ευγενία τη σταμάτησε. <<Φτάνει καλέ μαμά, τόσες μου έδωσες! Δεν έχω χώρο>>, <<Μα παιδί μου, κάνει κρύο στη Θεσσαλονίκη. Εδώ δεν θα μας λείψουν>>. Ο Λάμπρος την έπιασε από τον ώμο. <<Ντάξει θα είναι κορίτσι μου, σταμάτα να την φορτώνεις. Κι αν χρειαστεί κάτι το παιδί, το βάζουμε στο λεωφορείο και θα πάει να το παραλάβει>>. Η Ελένη χαμήλωσε το βλέμμα παραπονεμένη. <<Δεν θέλω να της λείψει τίποτα>> απάντησε με μάτια υγρά. <<Δεν θα της λείψει καρδιά μου. Και δεν πάει και στην Αμερική. 2.5 ώρες είναι η Θεσσαλονίκη. Ευγενία μου, πήγαινε να χαιρετήσεις τις αδελφές σου, να φύγουμε>> της είπε ο Λάμπρος και το κορίτσι κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Εκείνος αγκάλιασε τη γυναίκα του, που έτρεμε, στη προσπάθεια της να φανεί ψύχραιμη και να μην δείξει την ανησυχία της. <<Θα είναι μια χαρά>> της ψιθύρισε και η Ελένη τον έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά της, προσπαθώντας να πάρει δύναμη. Στις σκάλες του σπιτιού, καθόντουσαν και τους παρακολουθούσαν, τα δύο μικρότερα κορίτσια της οικογένειας, αμίλητες και ανέκφραστες. Η Ευγενία τις πλησίασε και σηκώθηκαν όρθιες, έτοιμες να την αποχαιρετήσουν. <<Να μη στεναχωριέστε, εντάξει;>> τους είπε, μα καμία από τις δύο δεν απάντησε. Στράφηκε στη μεγαλύτερη και πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από τις μαύρες μπούκλες της Βαλεντίνης. <<Πρόσεχε τώρα που θα φύγω. Δεν θα είμαι εδώ να μπαίνω στη μέση όταν τσακώνεσαι με τη μαμά>>. Το κορίτσι γέλασε νευρικά. <<Το κακό είναι πως δεν θα είσαι εδώ γενικά και δεν θα την κάνει κανένας καλά. Εσύ φεύγεις, εμείς θα την πληρώσουμε>> απάντησε και η Ευγενία γέλασε με τη σειρά της. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και έμειναν έτσι μερικές στιγμές. <<Να μου γράφεις, ε; Τι τα μαζεύεις αυτά τα επιστολόχαρτα που μυρίζουν τόσο καιρό; Χάλα κανένα για την μεγάλη σου αδελφή, που φεύγει για σπουδές>> την πείραξε η Ευγενία και η Βαλεντίνη έγνεψε καταφατικά. <<Χαθήκαν τα τηλέφωνα; Καλά. Άμα έχω τίποτα νέα που δεν θέλω να ακούσει η μαμά, θα στα γράφω>>  της ψιθύρισε και η κοπέλα της έκλεισε το μάτι. Δίπλα τους στεκόταν ένα μικρότερο κορίτσι, 8.5 χρονών. Η μικρότερη δεσποινίς Σεβαστού, είχε καστανόξανθα μαλλάκια σαν της Ελένης και μαύρα μεγάλα μάτια σαν του Λάμπρου. Δεν έμοιαζε σε κανέναν απόλυτα σαν τη Βαλεντίνη, που ήταν ίδια ο πατέρας της. Η Ευγενία της χάιδεψε το πρόσωπο, μα το κορίτσι παρέμενε ανέκφραστο. <<Λουλουδάκι μου... Μη μου στεναχωριέσαι. Θα έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ>> έκανε λυπημένα η Ευγενία, μα η μικρή δεν απάντησε. <<Δεν μου πεις αντίο;>>, <<Θέλω να έρθω κι εγώ μαζί σου στη Θεσσαλονίκη>> είπε με θράσος η μικρή.  <<Δεν γίνεται αυτό καρδούλα μου. Έχεις σχολείο>>, <<Θα πάω εκεί σχολείο>>. Ο Λάμπρος άφησε ανήσυχος την Ελένη από την αγκαλιά του. <<Αγάπη μου, η Ευγενία μας πάει εκεί για να σπουδάσει. Δεν γίνεται να πας μαζί της, τα είπαμε αυτά>> της είπε ήρεμα ο δάσκαλος. <<Ναι αλλά εμείς θα είμαστε όλοι μαζί και η Ευγενία θα είναι μόνη της. Δεν είναι δίκαιο. Δεν θέλω να είναι μόνη της>> απάντησε με δάκρυα στα μάτια. Η Ελένη έπιασε το μπράτσο του άντρα της, προσπαθώντας να συγκρατηθεί. Η Ευγενία αγκάλιασε τη μικρή και της χάιδεψε τα μαλλάκια. <<Να προσέχεις, εντάξει; Και θα έρθω σύντομα. Ούτε που θα το καταλάβεις, ε λουλουδάκι μου;>>. Το κορίτσι την κοιτούσε χωρίς να μιλά και ο πατέρας της πλησίασε για να σπάσει τον πάγο. <<Άντε να χαιρετήσεις και τη μαμά σου και να φύγουμε>>  είπε στην Ευγενία και πλησίασε κοντά στις δύο μικρότερες κόρες του. <<Δεν θα αργήσω. Να είστε καλά κορίτσια και να ακούτε τη μάνα σας. Δεν θέλω καβγάδες>>. Φίλησε και τις δύο ξεχωριστά. <<Να έρθω μαζί σου μπαμπά;>> ρώτησε παρακαλετά η Βαλεντίνη, <<Καμία δεν θα έρθει. Θα μείνετε εδώ και το βράδυ θα έχω γυρίσει. Αν κοιμάστε, θα σας φιλήσω για να καταλάβετε ότι ήρθα. Εντάξει;>> ρώτησε και η Βαλεντίνη έγνεψε θετικά, μα η μικρούλα έμεινε ανέκφραστη να τον κοιτάει. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Δεν τα είπαμε αυτά Λουλούδι μου; Έλα, μη κάνεις έτσι. Θα σας φέρω και τρίγωνα, να τα φάτε για πρωινό>> έκανε κεφάτα και τις φίλησε ξανά.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα