ΤΟ ΦΙΛΙ (extra bonus)

1.5K 24 2
                                    

ΜΑΙΟΣ 1946

Ο Λάμπρος καθόταν στην αίθουσα του Α' Εξατάξιο Γυμνασίου Αρρένων της Λάρισας, και έγραφε με ωραία καλλιγραφικά γράμματα, ένα γράμμα που είχε σκοπό να ταχυδρομήσει, μετά το τέλος των μαθημάτων. Δεν ήξερε τι άλλο να γράψει στο χαρτί και έμεινε για λίγο σκεπτικός. Ήταν ο καλύτερος μαθητής της χρονιάς του και αυτό προκαλούσε συχνά πειράγματα και σχόλια από τους συμμαθητές του, μα ο σοβαρός και μετρημένος Λάμπρος, σχεδόν πάντα τα αγνοούσε. Στην τάξη μπήκε ο Παναγιώτης, ένας νεαρός που ήταν ο πιο συμπαθής από τους συμμαθητές του και έκαναν συχνά παρέα, μιας και ήταν κι ο ίδιος αρκετά χαμηλών τόνων, ευγενικός και επιμελής μαθητής. <<Γιατί κάθεσαι εδώ; Μελετάς; Έλα έξω, να παίξουμε λίγη μπάλα>> του πρότεινε κι έκατσε στο μπροστινό θρανίο από το δικό του. <<Προσπαθώ να γράψω ένα γράμμα, μα δεν ξέρω τι άλλο να πω. Καλά που ήρθες, μου έδωσες ιδέα. Θα πω για σένα, πόσο σε συμπαθώ>> έκανε κεφάτα κι ο Παναγιώτης χαμογέλασε. <<Στην Ελένη γράφεις;>>. Ο Λάμπρος έγνεψε θετικά. <<Κάθε πότε της γράφεις;>>, <<Ε μια φορά την εβδομάδα, αλλά δεν γίνεται και τίποτα για να της πω. Πιο πολλά νέα έχει εκείνη από το χωριό>>. Ο Παναγιώτης ανακάθισε. <<Της έχεις πει ότι την αγαπάς;>> ρώτησε με θράσος και ο Λάμπρος τον κοίταξε σοκαρισμένος και κοκκίνισε ντροπαλά. <<Γιατί να της το πω αυτό;>> ρώτησε με αφέλεια, χαμηλώνοντας το βλέμμα του. <<Δεν είναι αλήθεια;>>, <<Φυσικά και είναι, αλλά... Αν της το γράψω μπορεί να με παρεξηγήσει. Άσε που θα τη φέρω σε δύσκολη θέση... Την αγαπώ σαν αδελφή μου>> εξήγησε, χωρίς να τον κοιτάζει στα μάτια. <<Δηλαδή δεν την αγαπάς αλλιώς; Σα κοπέλα... Ξέρεις πως εννοώ>>. Εκείνος έμεινε αμίλητος για λίγο. <<Είμαστε σαν αδέλφια. Από παιδιά μαζί>>. Ο Παναγιώτης χαμογέλασε πονηρά. <<Κατάλαβα, κατάλαβα. Ωραία, μπράβο. Αν μεγαλώσετε, να της προτείνεις να την παντρέψεις με το μορφονιό της, να γίνετε και κουμπάροι. Τότε πια θα είστε σα συγγενείς. Δεν είναι ωραία ιδέα;>>. Ο Λάμπρος τον κοίταξε σοκαρισμένος και γούρλωσε τα μάτια του. <<Τι πράγμα; Με ποιο μορφονιό της; Δεν έχει η Λενιώ αγαπητικό>>, <<Ε θα βρει αργά ή γρήγορα. Δεν είναι καλή ιδέα να τους αλλάξεις εσύ τα στέφανα; Αφού είστε σαν αδέλφια>>. Ο Λάμπρος πάγωσε. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του κι έμεινε να κοιτάζει άφωνος τον Παναγιώτη, που τελικά έβαλε τα γέλια. <<Καλά μη πάθεις και τίποτα. Χωρατά κάνω. Έχω καταλάβει πως την βλέπεις αλλιώς. Επίτηδες στο είπα αυτό για την κουμπαριά, μπα και ξυπνήσεις. Από μένα κρύβεσαι μωρέ; Σάμπως την ξέρω;>>. Ο Λάμπρος έκλεισε το γράμμα κι έβαλε τη πένα του στην άκρη. <<Δεν μπορώ να της το πω>> είπε λυπημένα. <<Γιατί;>>, <<Δεν θέλω να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Μπορεί... Μπορεί να νιώσει άσχημα και να μην ξανακάνουμε παρέα>> απάντησε και ο Παναγιώτης κατάλαβε την απελπισία στη φωνή του. <<Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο;>>, <<Ποιο αντίθετο;>>, <<Να σε αγαπά κι αυτή και να περιμένει να της το δείξεις εσύ. Εκείνη δε μπορεί, είναι γυναίκα>>. Ο Λάμπρος ανακάθισε και τον κοίταξε με περιέργεια. <<Να με αγαπά κι αυτή; Εννοείς... όχι σα φίλο>>, <<Όχι φυσικά. Μπορεί να πληγώνεται που δεν της το λες. Εγώ ένα γράμμα που μου έδωσες να διαβάσω, μου φάνηκε πως σε καλοκοιτάζει. Όλο αγάπες ήτανε>>. Ο νεαρός ένιωσε το σώμα του να μουδιάζει και τινάχτηκε αυθόρμητα όρθιος. <<Δεν μπορώ να της το γράψω. Ίσως... Ίσως αν γυρίσω στο χωριό και της το δείξω κάπως... Να δω πως θα αντιδράσει...>>. Ο Παναγιώτης σηκώθηκε και τον χτύπησε στην πλάτη φιλικά. <<Αυτό να κάνεις. Κρίμα να το κρατάς μέσα σου. Μπορεί να βρεθεί και κανένας άλλος που την καλοβλέπει και...>>, <<Α όχι, μη μου λες τέτοια! Ποιος άλλος; Δεν υπάρχει άλλος, θα μου το έλεγε!>> είπε σε πανικό ο Λάμπρος. Εκείνος έβαλε τα γέλια. <<Καλά ντε, μη βαράς. Άντε με το καλό. Κι εγώ κουμπάρος>>.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα