ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ

771 27 4
                                    

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1967

Ο Λάμπρος άφησε την Ευγενία από την αγκαλιά του κι εκείνη έτρεξε στη ρεματιά και κοίταξε με ενθουσιασμό το νερό μέρα στο ρυάκι. <<Μαμά εδώ είναι σα θάλασσα. Μπορούμε να κάνουμε και μπάνιο;>> ρώτησε κεφάτα. Η Ελένη την κοίταξε αυστηρά. <<Όχι παιδί μου, τι μπάνιο; Είναι ρηχό το νερό. Πέτα πετρούλες και δες τα βατράχια!>> είπε και η Ευγενία την έγνεψε μουτρωμένα και έκατσε σε μια πέτρα, πλάι στο νερό. Ο Λάμπρος την έπιασε από το χέρι και πήγαν σε μία άκρη, κάτω από ένα πλατάνι που έφερνε δροσερή σκιά για να κάτσουν. Η Ελένη βόλεψε την πλάτη της στο στέρνο του και ανααστέναξε. <<Τι έπαθες;>> ρώτησε με περιέργεια ο άντρας. <<Ακόμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι τελείωσε. Νιώθω λες και από βδομάδα, θα πρέπει να τη γυρίσουμε στο ίδρυμα>> εξήγησε αγχωμένα. Ο Λάμπρος χαμογέλασε. <<Θα σου περάσει. Κάτσε να μείνει κοντά μας 1-2 μήνες και μετά δεν θα το ξανασκεφτείς. Δεν θα ξαναφύγει το κορίτσι μας. Έχεις κι ένα χρόνο να τη χορτάσεις, ως να πάει σχολείο>> απάντησε εύθυμα και έριξε μια ματιά στην Ευγενία. <<Βατραχάκι πού πας; Έλα δώ!>> τσίριξε το κορίτσι σε ένα δύστυχο βατράχι που πηδούσε από πέτρα σε πέτρα. <<ΆΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ. ΠΡΟΣΕΧΕ ΜΗ ΠΕΣΕΙΣ ΜΕΣΑ>> φώναξε η Ελένη νευρικά. <<Θυμάσαι πώς τα κυνηγάγαμε εμείς τα έρμα; Φόβος και τρόμος ήμασταν>>. Η Λενιώ γέλασε δυνατά. <<Γι' αυτό μετά δεν είχε καθόλου. Μας έμαθαν και μετακόμισαν>>. Γέλασαν και οι δύο και δάσκαλος την φίλησε τρυφερά. <<Κάθε βράδυ σε κοιτάζω που τη βάζεις για ύπνο και νομίζω θα σπάσει η καρδιά μου... Μάλλον δεν πίστευα ότι θα δεχόντουσαν τελικά να μας τη δώσουν. Πως δεν έβλεπαν παραπέρα από το ότι είμαι μια φόνισσα>>. Ο δάσκαλος της έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Τι λόγια είναι αυτά; Σταμάτα σε παρακαλώ. Ο Κωνσταντής κι ο Νικηφόρος έκαναν τόση προσπάθεια! Είπαν ψέματα Ελένη για χάρη μας, μα όλα αυτά μέτρησαν. Αδελφός τους ήταν ανάθεμα τον!>>. Η Ελένη άφησε ένα χάδι στο μάγουλο του και τον φίλησε απαλά. <<Εσύ; Είσαι ευτυχισμένος;>>, <<Πολύ καρδιά μου! Μη με ρωτάς τα αυτονόητα>> απάντησε τρυφερά. <<Κι εγώ. Νιώθω πως δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο>>. Ο Λάμπρος χαμήλωσε το βλέμμα. <<Ελένη...>>, <<Τι;>>, <<Δεν θέλω να σταματήσουμε τις προσπάθειες για δεύτερο παιδί. Δεν είναι πως δεν μου αρκεί η Ευγενία μας, αλλά... Δεν θα ήταν ωραία; Θα είχε κι εκείνη παρέα μεγαλώνοντας!>> δικαιολογήθηκε ντροπαλά, όμως εκείνη του χαμογέλασε. <<Δεν θα σταματούσαμε έτσι κι αλλιώς. Κι αν το θέλει ο Θεός...>>. Ο δάσκαλος έγνεψε πονηρά. <<Ναι αλλά πρέπει κι εμείς να προσπαθούμε έντονα. Τώρα που έχουμε και τη πριγκίπισσα μας... Ε δεν θα έχεις άγχος και στεναχώρια...>>, <<Ναι, τώρα είμαι πιο ήρεμη η αλήθεια είναι. Και... Έχω και περισσότερη διάθεση>> παράδέχθηκε κι εκείνος πέρασε το χέρι του στους ώμους της και τη φίλησε στο λαιμό.  <<ΜΠΑΜΠΑ ΕΛΑ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙΣ ΤΟ ΒΑΤΡΑΧΑΚΙ>> φώναξε η Ευγενία και τους διέκοψε. <<Καημό το έχει να μη με αφήνει να δώσω ένα φιλί στη μάνα της>> πέταξε δήθεν νευριασμένα ο Λάμπρος στην Ελένη που γελούσε. <<Πήγαινε τώρα γιατί δεν είναι μέρος εδώ για να ξεσηκώνεσαι και δεν το βλέπω καλά το βατράχι>>. Ο άντρας σηκώθηκε και πήρε την μικρή στην αγκαλιά του. Το βατραχάκι φοβήθηκε και πήδηξε στο νερό. <<Μπαμπά το τρόμαξες!!>> του είπε στεναχωρημένα η Ευγενία. <<Ε δε φταίω!>>, <<Μα φοβήθηκε μόλις σε είδε!>> έκανε με παράπονο κι ο Λάμπρος στράφηκε στην Ελένη. <<Λες να με θυμήθηκε; Μοιάζω καθόλου;>> ρώτησε ο Λάμπρος απευθυνόμενος στη γυναίκα του, που γέλασε με τη ψυχή της με το χωρατό.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα