ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ

1K 26 9
                                    


Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε. Με το ίδιο χαμόγελο στα χείλη, ξυπνούσε τους τελευταίους δύο μήνες, που η μικρή είχε έρθει στο σπίτι και τη ζωή τους. Ο Νοέμβρης είχε μπει για τα καλά στον κάμπο, και προμήνυε πως ο χειμώνας θα ήταν βαρύς. Εκείνη σκεπάστηκε λίγο καλύτερα με την κουβέρτα και κοίταξε τον άντρα της να κοιμάται γαλήνιος δίπλα της. Στη σκληρή ζωή της, δεν είχε μάθει τι σημαίνει <<απόλυτη ευτυχία>>. Και όμως, αυτό το διάστημα, κατάλαβε τι είναι ακριβώς. Η Ευγενία της ήταν όλες οι χαρές του κόσμου μαζί. Γέμισε κάθε κενό της ζωής τους με τη παρουσία της. Δεν χόρταινε να περνάει χρόνο μαζί της η Λενιώ. <<Χίλια συγνώμη βρε Φανούρη αλλά δεν έχω τόσο χρόνο τώρα με το παιδί, ούτε μπορώ να το τραβολογάω στα χωράφια όλη μέρα. Από τον Σεπτέμβρη που θα πάει σχολείο μαζί με το Λάμπρο, θα έρχομαι περισσότερο>> έλεγε στον αγαπημένο της επιστάτη και κουμπάρο. <<Μη νοιάζεσαι κυρά μου. Μια χαρά τα καταφέρνω. Κάτσε σπίτι να χαρείς τη θυγατέρα σου κι άσε τα χωράφια και τις δουλειές σε μένα. Άλλωστε μια χαρά βοηθάς, κι έρχεται κι ο Λάμπρος όσο μπορεί>> της απαντούσε πάντα εύθυμα. Ο Φανούρης, μαζί και όλο το χωριό, λάτρεψαν από τη πρώτη στιγμή την Ευγενία και την καλοδέχτηκαν σαν να ήταν πραγματική κόρη του Λάμπρου και της Ελένης. Η καλοσύνη και η γλύκα του παιδιού, είχαν κερδίσει τους πάντες. <<Λοιπόν Παναγιώτ, γράψε και 30 σοκολάτες γάλακτος για το μαγαζί και 5 από εκείνες της καλές, τις βέλγικες>>, <<Τι της θες κυρά μου εκείνες τις πανάκριβες;>> ρώτησε με απορία ο Παναγιώτης τη Βιολέτα που του έδινε παραγγελία. <<Για το δικό μας το κορίτσι, που τρελαίνεται. Αα, θέλω τα καλύτερα για το παιδί μας. Τα άλλα παιδιά, ας φάνε τις απλές>> του απαντούσε η Βιολέτα, που δεν έκανε παιδιά και είχε λατρέψει το κοριτσάκι. Οι μεγάλες αδυναμίες όμως της Ευγενίας, ήταν η Δρόσω και η Ασημίνα. Οι αγαπημένες της θείες, που έτρεχε στην αγκαλιά τους και την αγαπούσαν τόσο πολύ. Η Δρόσω, της μάθαινε συνέχεια τραγούδια και χαιρόταν η μικρή κάθε φορά που άκουγε πόσο έμοιαζαν. Ξεχωριστή θέση στη καρδιά της και για το θείο της, τον Κωνσταντή, που συνέχιζε να τη φωνάζει <<μαϊμουδάκι>> και κάθε τόσο, την πήγαινε να παίξει με τα άλογα των Σεβαστών.

Η Ελένη χαμογέλασε με τις σκέψεις της και γύρισε το βλέμμα ξανά στον άντρα της, που κοιμόταν. Ο Λάμπρος της, ήταν ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσε να έχει η Ευγενία. Δεν της χαλούσε ποτέ χατήρι, εκνευρίζοντας γλυκά τη Λενιώ, που προσπαθούσε να βάλει όρια στη μικρή. <<Παγώτο, Οκτώβρη μήνα; Είσαι με τα σωστά σου;>>, <<Βρε καρδιά μου, να την κακοκαρδίσω; Ζέστη έχει ακόμα έξω>> απάντησε ο Λάμπρος, που είχε κατέβει στη Λάρισα για δουλειές και η Ευγενία φαγώθηκε να πάει μαζί του, ξέροντας πως ο πατέρας της δεν της έλεγε ποτέ όχι και μπορούσε να του ζητήσει ότι θέλει. <<Άμα την πιάσουν τα λαιμά της, θα σου πω εγώ μετά αν έχει ζέστη. Μια φορά να πεις σε κάτι όχι, καημό το έχω. Για αυτό λύσσαξε "πάρε με μαζί σου μπαμπά">> διαμαρτυρήθηκε η γυναίκα. Παρόλα αυτά, μέσα της καμάρωνε για τον άντρα της, που ήταν τόσο στοργικός και δοτικός πατέρας για το κορίτσι τους. Ακόμα και η μεταξύ τους σχέση, ήταν διαφορετική από τότε που ήρθε το παιδί. Πάντα ήταν ερωτευμένοι, πάντα αγαπιόντουσαν τρελά, μα έλειπε η ανεμελιά από τη ζωή τους. Το παιδί, ηρέμησε τις ψυχές τους. Την έβαζαν το βράδυ για ύπνο, και έμεναν μόνοι τους, αγκαλιά δίπλα στο τζάκι ή στη κάμαρα τους. Ο Λάμπρος, φρόντισε να βάλει έναν μικρό σύρτη στη κάμαρα τους, για να προφυλάξει τις ιδιωτικές τους στιγμές, μιας και λίγες μέρες μετά την μόνιμη εγκατάσταση της Ευγενίας στο σπίτι, το κορίτσι άνοιξε απότομα τη πόρτα της κρεβατοκάμαρας τους και η Ελένη πετάχτηκε όρθια τρομαγμένη, προσπαθώντας να μη δει η μικρή πως ο μπαμπάς της δεν φορούσε το φανελάκι και τη πιτζάμα του, που βρίσκονταν στο πάτωμα. <<Ευγενία μου δεν είπαμε να χτυπάς; Γιατί δεν κοιμάσαι;>>, <<Μαμά, είδα έναν εφιάλτη>>, <<Έλα να σε πάω στο κρεβάτι σου>> είπε και τη σήκωσε βιαστικά στην αγκαλιά της, κάνοντας νόημα στο Λάμπρο. <<Δεν γίνεται όμως να είσαι συνέχεια με το άγχος>> της είπε ο δάσκαλος όταν επέστρεψε. <<Σου είπα να περιμένουμε λίγο, να αποκοιμηθεί τελείως>>, <<Ε περιμέναμε>>, <<Ε να που ξύπνησε>>, <<Και τι θα γίνει Ελένη; Θα τη στέλνουμε στο καφενείο για τσίπουρα για να μένουμε μόνοι μας, να μην αγχώνεσαι;>>. Η γυναίκα γέλασε με το χωρατό. <<Δεν είπα αυτό>>, <<Αύριο θα πάω να πάρω σύρτη. Στο τσακ μας πρόλαβε. Κι εγώ νιώθω άβολα, δεν μπορώ έτσι>> της είπε και ξάπλωσε στο μαξιλάρι του, έχοντας χάσει τη διάθεση μετά τον έφοδο της μικρής.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα