Η Ελένη γέμισε για ακόμη μία φορά, το ποτήρι του άντρα της, που ήπιε λίγο κρασί και της χαμογέλασε πονηρά. <<Να με μεθύσεις θες Σταμίρη;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα κι εκείνη χαχάνισε χαμηλόφωνα. <<Γλυκόπιοτο είναι το άτιμο. Ο Φανούρης μας το έφερε. Είπα να το κρατήσω για κάποια ειδική περίσταση μα...>>, <<Μα και τώρα, ειδική περίσταση είναι. Πήραμε τη μικρούλα μας, όλα είναι ήρεμα, το παιδί κοιμάται...>> τη διέκοψε ο άντρας της. Η Ελένη πήρε βαθιά ανάσα. <<Δεν μπορώ να το πιστέψω ακόμα. Δεν... Δεν το χωράει το μυαλό μου. Και η μικρή το ίδιο. Όλο με ρωτάει αν θα γυρίσει πίσω>>. Ο Λάμπρος τη φίλησε απαλά στο κεφάλι. <<Χρειάζεσαι μέρες για να το συνειδητοποιήσεις. Ίσως και βδομάδες. Αλλά δεν πειράζει. Είναι για καλό, ε;>>. Εκείνη του χαμογέλασε κι έγνεψε θετικά, κρατώντας το χέρι του μέσα στο δικό της. <<Ναι αλλά θα σου κάνω παράπονα>> είπε δήθεν θιγμένα ο άντρας. <<Τι παράπονα;>>, <<Ε τρεις μέρες τώρα, τρέχεις πίσω από τη μικρή κι εμένα με έχεις παραμελήσει. Το ξέρεις; Δεν μου έχεις δείξει πόσο χαρούμενη είσαι>>. Η Ελένη προσπάθησε να πνίξει ένα γέλιο. <<Ζηλεύεις;>>, <<Ε όχι δα αλλά... Είπαμε. Τις νύχτες τέλος η μαμά. Θα είσαι δικιά μου>>. Η Λενιώ άφησε το ποτήρι στο τραπέζι και σηκώθηκε για να καθίσει στα πόδια του άντρα της που τη φίλησε απαλά. <<Δικιά σου είμαι, πάντα. Όλες τις ώρες>>, <<Ήσουν. Τώρα δεν είσαι. Αλλά δεν με πειράζει. Απλώς τα βράδια θέλω...>> πήγε να πει μα εκείνη τον διέκοψε με ένα φιλί διαρκείας. <<Τι θες;>> του ψιθύρισε λάγνα, χωρίς να απομακρυνθεί πολύ από τα χείλη του. <<Θέλω να... ασχολείσαι μαζί μου>>, <<Τι να κάνω δηλαδή;>> έκανε παιχνιδιάρικα κι εκείνος κόλλησε τα χείλη του στα δικά της και τα ρούφηξε με ορμή, χαιδεύοντας τις καμπύλες της. <<Θα το συζητήσουμε για ώρα ακόμα;>> τη ρώτησε, δαγκώνοντας το πτερύγιο του αυτιού της. <<Όχι. Θα με πας στην κάμαρη μας;>> του απάντησε κι εκείνος τινάχτηκε όρθιος, κρατώντας τη γύρω από τη μέση του. Τη φιλούσε λαίμαργα, θωπεύοντας τους μηρούς της. Όταν έφτασαν στο κρεβάτι, την άφησε πάνω και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του, ώσπου έμεινε γυμνός και ξάπλωσε δίπλα της βιαστικά. <<Τι είχε μέσα το κρασί και είμαι τόσο ξεσηκωμένος απόψε, μου λες;>> ψέλλισε και εφάρμοσε τα χείλη του στο λαιμό της. <<Δεν θα σου πω...>> απάντησε και ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το φόρεμα της, όταν η πόρτα άνοιξε απότομα και μπήκε το παιδί μέσα στο δωμάτιο. Ο Λάμπρος τινάχτηκε απότομα κι η Ελένη σηκώθηκε ταραγμένα από το κρεβάτι. <<Ευγενία μου δεν είπαμε να χτυπάς; Γιατί δεν κοιμάσαι;>> είπε η γυναίκα, καθώς κούμπωνε το φόρεμα της. <<Μαμά, είδα έναν εφιάλτη>> απάντησε παραπονιάρικα και η Ελένη τη σήκωσε στην αγκαλιά της. <<Έλα να σε πάω στο κρεβάτι σου>> πέταξε βιαστικά, κάνοντας νόημα στο Λάμπρο. Η Ευγενία κοίταξε το Λάμπρο με περιέργεια. <<Μαμά γιατί ο μπαμπάς, δε φοράει μπλούζα;>> ρώτησε κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια του πανικόβλητος. <<Γιατί... Γιατί τώρα άλλαζε για να πέσει για ύπνο. Καλά βρε Λάμπρο, στο πάτωμα τις πετάς τις μπλούζες σου; Μα ντιπ ακατάστατος έγινες;>> τον μάλωσε, στα ψέματα, η Ελένη και σήκωσε το φανελάκι του από το πάτωμα. <<Ε; Ναι καρδιά μου, θα τα μαζέψω. Άντε Ευγενία μου, να κοιμηθείς, είναι αργά>> τραύλισε δειλά κι η Ελένη πήρε το παιδί από το δωμάτιο.

YOU ARE READING
Ευγενία
FanfictionΈνα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί να διαλύσει; Ποια μοίρα έφερε στο δρόμο της Ελένης, την Ευγενία;