ΙΟΥΝΙΟΣ 1968
Η Ελένη περπατούσε προς το νεκροταφείο του χωριού, κρατώντας την αρκετά φουσκωμένη κοιλιά της. Ήταν από τις ελάχιστες ημέρες που είχε ξυπνήσει χωρίς φρικτές ζαλάδες. Η Ευγενία έπαιζε με το Σέργιο στο σπίτι των αδελφών της. Τα βήματα της, την είχαν φέρει στο κοιμητήριο. Είχε μήνες να έρθει. <<Από το μνημόσυνο του πατέρα>> σκέφτηκε κι ένα μικρό χάχανο ήρθε στο λαιμό της. Θυμήθηκε πόσο άσχημη μερα ήταν εκείνη. Ένιωθε ναυτία και λίγο πριν τελειώσει ο παπάς τη δοξολογία, έφυγε σχεδόν τρέχοντας και έκανε εμετό πίσω από ένα κυπαρίσσι. <<Τα λέγα εγώ αλλά ποιος με ακούει...>> είχε μουρμουρήσει νευρικά ο Λάμπρος, πριν την πλησιάσει και την αρπάξει από τη μέση. <<Τέλος τα τρισάγια. Δεν παρεξηγεί ο πατέρας σου. Πάμε σπίτι>> ανακοίνωσε θυμωμένα. Σήμερα όμως ήταν πολύ καλύτερα και ο καιρός, που ήταν συννεφιασμένος και δροσερός, τη βοηθούσε να αισθάνεται μια ευφορία. Μπήκε στο νεκροταφείο και το αίμα της πάγωσε. Ο Δούκας στεκόταν πάνω από τον τάφο του Γιάννου και τον κοιτούσε αμίλητος. Εκείνη τον πλησίασε από πίσω και τον κοίταξε ψυχρά. <<Τι θες εδώ;>> ρώτησε απότομα. Ο Δούκας αναπήδησε. <<Εγώ τι θέλω ή εσύ;; Είναι η κατάσταση σου για να τριγυρνάς στα νεκροταφεία; Η κοιλιά στο στόμα έχει φτάσει>> απάντησε αδιάφορα μα η Λενιώ πήγε πιο κοντά του. <<Δεν εννοώ στο νεκροταφείο, στον τάφο του Γιάννου εννοώ>>. Ο Δούκας ξεφύσηξε. <<Βρέθηκε μπροστά μου και του έριξα μια ματιά. Την άδεια θα σου ζητήσω; Σκέφτηκα πως πήγε άδικα>>, <<Αυτό είναι ή τον κοιτάς από ενοχές;>> ρώτησε, σφίγγοντας τις γροθιές της. <<Σου σάλεψε από την εγκυμοσύνη, Σταμίρη; Γιατί να έχω ενοχές; Εγώ φταίω που πήγε και κρεμάστηκε για να σώσει εσένα και τις αδελφές σου; Μήπως θα έπρεπε εσύ να έχεις; Που άφησες έναν αθώο να φορτωθεί τις δικές σου αμαρτίες;>>, <<Εγώ πλήρωσα και με το παραπάνω. Εσύ;>>. Ο Δούκας αναστέναξε. <<Τράβα σπίτι σου, που πήρες τους δρόμους και λες ανοησίες. Πλήρωσες αλλά σου δόθηκε ακόμα μία ευκαιρία, οπότε παράτα τις παλιές ιστορίες και ασχολήσου με τον άντρα σου και τα κουτσούβελα σας>> πέταξε ειρωικά κι έκανε να φύγει. <<Ο πεθερός μου, δεν πίστεψε ποτέ ότι ο Γιάννος σκότωσε το Σέργιο, κι ας είχε γράψει το σημείωμα. Είχε ένστικτο. Επίσης δεν πίστεψε ποτέ πως αυτοκτόνησε>>. Ο άντρας χαμογέλασε σαρδόνια. <<Ο πεθερός σου, επίσης, δεν πίστεψε ποτέ πως ο γιος του είχε πρόβλημα. Αντί να τον κλείσει σε ένα ίδρυμα, να τον τρέξει στους ψυχίατρους, τον άφηνε να κυκλοφορεί σαν τον τρελό του χωριού. Δεν τη μετράω και πολύ την άποψη του, κι ούτε εσύ θα έπρεπε>>, <<Μη πιάνεις στο στόμα σου, το Μιλτιάδη>>, <<Γιατί; Θα μου το απαγορεύσεις; Κάποτε του είχα πει, να μη λογαριάσει τον πατέρα σου και να σε κάνει νύφη. Ξέρεις γιατί στο λέω Σταμίρη; Για να καταλάβεις πως το δικό μου μάτι, έκοβε πολύ περισσότερο από εκείνου, κι ας ήμουν έξω από το χορό. Αν με άκουγε, τώρα θα είχαμε γλιτώσει πάρα πολλά και τούτος δω, δεν θα ήταν μες το χώμα>> πέταξε ψυχρά και έδειξε το μνήμα του Γιάννου. Η Ελένη χαχάνισε. <<Έχεις μεγάλο ταλέντο να ρίχνεις την ευθύνη στους άλλους για τα κρίματα σου. Εσύ τον έφαγες. Αν όχι με τα χέρια σου, με εντολή δική σου. Δεν αυτοκτόνησε. Τον σκότωσες για να ξεπλύνεις το αίμα του γιο σου>>, <<Δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Φεύγω γιατί θα πούμε πικρές κουβέντες και δε θέλω. Βλέπεις, εγώ σέβομαι το εγγόνι του αδελφό μου, παρότι έχει μια μάνα φόνισσα. Κουβαλάς ένα Σεβαστό. Όλο το χωριό έλεγε πως είσαι στέρφα. Αφού τα κατάφερες τελικά, τράβα σπίτι σου και άσε τις ασυναρτησίες>> είπε πικρόχολα κι έκανε να φύγει. <<Η αδελφή μου, το ξέρει έτσι; Για αυτό χώρισε με τον Κωνσταντή κι όσο κι αν την πίεσα δε μου λέει το λόγο>> ρώτησε νευρικά κι ο Δούκας της έριξε μια παγωμένη ματιά. <<Καλή λευτεριά Σταμίρη. Και σταμάτα να σκαλίζεις παλιές ιστορίες>>.

YOU ARE READING
Ευγενία
FanfictionΈνα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί να διαλύσει; Ποια μοίρα έφερε στο δρόμο της Ελένης, την Ευγενία;