ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

1.1K 29 0
                                    

<<Τι είπες ρε; ΤΙ ΕΙΠΕΣ;>>. Ο Λάμπρος έπιασε τον Κωνσταντή από τον γιακά και τον κόλλησε πάνω στα κάγκελα του νοσοκομείου. Εκείνος δεν αντέδρασε και κατέβασε το βλέμμα ντροπιασμένος. <<Την αλήθεια που έκρυβα 14 χρόνια. Το λόγο που χωρίσαμε τόσο διάστημα με τη Δρόσω. Ήμουν μπροστά Λάμπρο. Εγώ και ο Μελέτης τον μαζέψαμε έξω από το σπίτι σας...>>, <<Πάψε!>> τον διέταξε ο δάσκαλος. <<Τον πήγαμε σε μία αποθήκη κι εκεί μας είπε πως αυτός σκότωσε τον Σέργιο>>, <<ΠΑΨΕ ΣΟΥ ΛΕΩ! ΒΟΥΛΩΣΤΟ!>> του φώναξε. <<Αν δεν στο έλεγα, δεν θα μπορούσα να βάλω λάδι στη κόρη σου. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα περισσότερο στη ζωή μου. Ακόμα κι αν είχε κάνει το φόνο αυτός, πάλι θα μετάνιωνα>>. Τα μάτια του Λάμπρου γέμισαν δάκρυα. <<Γιατί μου το πες; ΓΙΑΤΙ ΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ, ΓΙΑΤΙ;>>, <<Γιατί έπρεπε να ξέρεις. Δεν μπορούσα να το κρατάω άλλο. Είχα πει και στη Δρόσω πως θα στο έλεγα μόλις ένιωθα έτοιμος. Σου ζητάω συγχώρεση Λάμπρο. Παλέψαμε τόσα χρόνια να στήσουμε ξανά την οικογένεια, ξέχασαμε τον φόνο του αδελφού μας...>>, <<ΜΗΝ ΜΠΛΕΚΕΙΣ ΤΟΝ ΣΕΡΓΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΟ, ΕΝΤΑΞΕΙ; Τα κορίτσια ήταν σε άμυνα, ΕΣΕΙΣ ΤΟΝ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΑΤΕ!>>, <<Δεν τα μπλέκω. Ξέρω ποιος ήταν ο Σέργιος, όμως και για μας ήταν δύσκολο να το αντέξουμε. Τώρα είσαι έξαλλος και το καταλαβαίνω. Πάρε το χρόνο σου κι εγώ θα περιμένω όσο θες. Έχω ανάγκη τη συγχώρεση σου ξάδελφε. Τις κόρες σου τις αγαπάω σαν δικές μου...>>, <<ΜΗΝ ΤΙΣ ΠΙΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ! Εκείνες σε έχουν σα Θεό. ΤΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΩ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ; Πως ο θείος τους είναι η αιτία που δεν γνώρισαν ποτέ τον αδελφό του πατέρα τους; ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΝΙΑΣ;>>. Ο Κωνσταντής τον έπιασε από τον ώμο. <<Καλύτερα να φύγω. Πάρε το χρόνο σου. Να ξέρεις όμως πως έχω μετανιώσει και βασανίζομαι χρόνια>>.

Η γη κάτω από τα πόδια του Λάμπρου είχε ανοίξει και ένιωθε να βυθίζεται σε μία άβυσσο. Έτρεμε από την ταραχή και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. <<Γιάννο μου... Ψυχή μου...>> μονολόγησε και ακούμπησε στον τοίχο το σώμα του. Πάντα είχε υποψίες πως ο Κωνσταντής γνώριζε, μα δεν περίμενε να έχει συμμετάσχει κι όλας σε αυτή την αποτρόπαια πράξη. Η πρώτη του σκέψη ήταν οι κόρες του. Οι αθώες ψυχούλες τους λάτρευαν τον καλοσυνάτο θείο τους, που ήταν πάντα πρόθυμος να παίξει μαζί τους, να τους αγοράσει γλυκά και παιχνίδια και να τις πάει για ιππασία. Έσυρε τα πόδια του μέχρι το δωμάτιο που κοιμόταν η Ελένη και το παιδί. Μπήκε μέσα αθόρυβα και άφησε το σακάκι του στη καρέκλα. Έκατσε δίπλα της και την κοιτούσε, προσπαθώντας να πάρει κάποια ηρεμία από τη παρουσία της. Ήταν τόσο γαλήνιες και οι δύο, κουρασμένες από τη περιπέτεια τους που είχαν βυθιστεί σε βαρύ ύπνο. Παρόλα αυτά, η Λενιώ άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε τρυφερά. <<Λάμπρο μου...>> ψέλισε. <<Κοιμήσου ζωή μου. Είχες δύσκολη μέρα σήμερα>> την παρακίνησε και της έπιασε το χέρι. Εκείνη έκανε λίγο παραπέρα στο κρεβάτι και σήκωσε την κουβέρτα. <<Έλα δίπλα μου>> του είπε. <<Όχι καρδιά μου, όχι. Πρέπει να ξεκουραστείς και δεν χωράμε και οι δύο>, <<Θέλω την αγκαλιά σου. Μη μου λες όχι>> του απάντησε. Δεν είχε λόγο να αρνείται. Ένιωθε κι εκείνος την ίδια ανάγκη. Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε δίπλα της, κλείνοντας την στην αγκαλιά του. <<Αν πάθαινες κάτι, θα πέθαινα>> της είπε τρέμοντας. <<Ντρέπομαι που το λέω, μα είπα στο γιατρό να σώσει εσένα αν πρέπει να διαλέξει. Έχασα τη μισή μου ζωή, Λενιώ. Ένιωσα ανήμπορος να κάνω κάτι>>. Εκείνη τον φίλησε μαλακά. <<Όλα καλά πήγαν, ηρέμησε καρδιά μου. Είμαστε καλά και οι δύο>> προσπάθησε να τον καθησυχάσει, μα τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. <<Το ξέρω. Το ξέρω. Είστε καλά και τα κορίτσια μας είναι χαρούμενα>>, <<Φοβήθηκαν πολύ, ε;>> τον ρώτησε συγκινημένα. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. <<Πάντα κάναμε ότι μπορούσαμε για να είναι χαρούμενες, να γελάνε, να μην περάσουν όσα εμείς. Πρώτη φορά τις είδα έτσι. Η Ευγενία μας έκλαιγε συνεχώς. Είχε να κλάψει από τότε που τη βρήκα στην αποθήκη, όταν την χάσαμε, θυμάσαι; Κι η Βαλεντίνη... Μιλιά δεν έβγαζε>>. Η Λενιώ γέλασε μες τα δάκρυα της. <<Κι είναι μια γλωσσοκοπάνα η μικρή. Δεν την προλαβαίνεις>>. Έμειναν για λίγο αμίλητοι. <<Κοιμήσου ζωή μου. Τέλειωσε αυτό. Θα δυναμώσεις και θα πάμε σπίτι μας>>, <<Οι μικρές λες να κοιμούνται; Η Βαλεντίνη δεν κοιμάται χωρίς εσένα>>. Ο Λάμπρος της χαμογέλασε. <<Το πολύ-πολύ, να βασανίζουν τη Βιολέτα. Δεν παθαίνουν τίποτα για ένα βράδυ>>. Η Ελένη γέλασε κι έκλεισε τα μάτια της.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα