Έρωτες, πάθη και μίση.

1.9K 127 0
                                    

<Εύα ο πατέρας μου πέθανε την ημέρα που γεννήθηκα. Δεν τον είδα ποτέ>. Η Εύα δεν πίστευε στα αυτιά της. Τον παρακολουθούσε χωρίς να μιλάει, χωρίς να γελάει, χωρίς να αντιδράει.
<Ψέματα μου λες δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορεί να είναι  δυνατόν>η φωνή της δυνατή χωρίς όρια. Έκατσε στο κρεβάτι και έβαλε στα χέρια της το πρόσωπο της.
<Όχι Γιάννη δε μου λες αλήθεια. Είναι ψέματα. Είναι ψέματα>τις τελευταίες της λέξεις την είπε σχεδόν φωνάζοντας.
<Εύα σταματά γαμώτο αλήθεια λέω. Αλήθεια και μόνο την αλήθεια>. Πόσο πληγωμένος ένιωθε, πόσο νεκρός ένιωθε για όλα αυτά τα χρόνια που δυστυχώς χάθηκαν άδικα. Εκείνη σηκώθηκε να φύγει και ζαλίστηκε. Τα χέρια του την κράτησαν για να μην πέσει.
<Εύα. Εύα μου. Είμαι εδώ τώρα. Θα είμαι εδώ για πάντα. Για σένα και για το κοριτσάκι μας. Δε θα σε αφήσω ποτέ ξανά>. Τον κοίταξε με τα ίδια μάτια που τον κοίταζε τότε. Στο σχολείο. Ήταν η στιγμή τους, ένα λεπτό χωρίς αύριο, χωρίς μετά. Ένα φιλί που ένωσε ψυχή και σώμα, ένα φιλί που τους χάριζε ότι τους είχε στερήσει. Τα χέρια του έπαιρναν θέση στην μέση της και τα δικά της στο λαιμό του.
<Θα σ αγαπώ για πάντα Γιάννη μου. Για μια ζωή>η φωνή της λαχανιασμένη και βαριά. Την κοίταξε για ένα λεπτό και την ξανά φίλησε. Το φιλί τους δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα. Έβαλε πίεση στην μέση της και εκείνη τύλιξε τα πόδια της στην μέση του. Την πέταξε στο κρεβάτι και πήγε από πάνω της. Αποτραβήχτηκε για λίγο.
<Γιάννη. Δίπλα είναι η Ιωάννα>του είπε και τον παρατήρησε με ένα βλέμμα κουταβιού.
<Και;>την ρώτησε κάνοντας πως δεν καταλάβαινε.
<Τι και μωρό μου. Δε φοβάσαι πως θα μας ακούσει;>
<Το μοναδικό πράγμα που φοβάμαι είναι πως η Ιωάννα μας δεν ξέρει πόσο σ αγαπάω και πόσο σε θέλω>. Της είπε και άρχισε να την γαργαλάει.
<Σταμάτα, σταματά σε παρακαλώ>. Αυτόματα σταμάτησε και άρχισε να να επεξεργάζεται κάθε σημείο του κορμιού της. Τα χέρια του με αργές και απαλές κινήσεις έβγαλαν το κόκκινο σατέν νυχτικό της αφήνοντας την ημίγυμνη στην αγκαλιά του.
<Δεν ξέρεις πόσο μου έλειψες όλα αυτά τα χρόνια γυναίκα μου>
<Κάθε ώρα και λεπτό μακριά σου έμοιαζε σαν κόλαση>. Τα χείλη του ακούμπησαν στο λαιμό της και εκείνη έβγαλε μικρούς αναστεναγμούς απόλαυσης. Η Εύα άρχισε να του βγάζει και τα δικά του ρούχα.
Μετά από ώρα βρισκόντουσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τα κορμιά τους ταξίδευαν σε ένα γνώριμο ταξίδι. Σε ένα ταξίδι ηδονής και λαχταράς. Ένιωθε το κορμί της καυτό στην αγκαλιά του. Ακόμα και αν ένιωθε σε κάθε εκατοστό του κορμιού της τον πόνο του έρωτα του δεν τον σταμάτησε λεπτό. Είχε χρόνια να αισθανθεί γυναίκα. Πραγματική γυναίκα από τον άντρα της. Από έναν άντρα μοναδικό και τέλειο.
Τελείωσαν και ο Γιάννης ξάπλωσε δίπλα της κρατώντας την στην αγκαλιά του. Ακόμη και αν ήταν γυμνοί η φωτιά του πάθους τους τους έκαιγε. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του.
<Θα σ αγαπάω μικρή μου. Ακόμα και αν όλα τελειώσουν ξαφνικά. Ακόμα και αν πάθω....>τον διέκοψε.
<Σςςς μη μιλάς. Μη λες τέτοια πράγματα πρίγκιπα μου. Όσο ζω εγώ δε θα πάθεις τίποτα και από κανένα. Δεν θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό>. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τους πήρε ο ύπνος από την κούραση και την εξάντληση.

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now