Πονάω

1.7K 119 0
                                    

Η Εύα άνοιξε την πόρτα και είδε μια γυναίκα άγνωστη μπροστά της. Ήταν γύρω στην ηλικία της. Με καστανόξανθα μαλλιά, ψηλά πόδια ικανοποιητικό σώμα και όμορφα μάτια. Μόνο που. Μόνο που το πρόσωπο της ήταν εχθρικό και σκληρό καθώς την κοίταζε.
<Καλημέρα σας. Μήπως θα μπορούσα να σας εξηπηρετήσω;>ρώτησε η Εύα όσο πιο γλυκά μπορούσε αν και η στάση της είχε αρχίσει να της την δίνει στα νεύρα. Οι ορμόνες έφταιγαν μάλλον.
<Θα ήθελα τον κύριο Γιάννη Παπαδόπουλο. Είναι εδώ;>. Η Εύα σάστησε. Τι μπορούσε αυτή η γυναίκα να ήθελε τον δικό της Γιάννη; Ζήλεια άρχισε να την κυβερνάει και το κακό ήταν πως δεν ήξερε πως μπορούσε να το σταματήσει.
<Παρακαλώ περάστε μην κάθεστε στην πόρτα>της έκανε νεύμα να μπει στο σπίτι και ύστερα να καθίσει.
<Εσύ πρέπει να είσαι η αδελφή του. Σωστά;>ρώτησε την Εύα μα εκείνη δεν απάντησε.
<Και κοίταξε να δεις που δε μου το είχε πει το μωρό μου. Καλά δεν πειράζει τώρα τουλάχιστον θα έχουμε περισσότερο κόσμο για την βάφτιση>. Η Εύα κοκάλωσε ένιωθε πως δεν έπαιρνε ανάσα.
<Για την βάφτιση; Ποιά βάφτιση;>την ρώτησε και εκείνη της χαμογέλασε ειρωνικά.
<Μα του παιδιού μας φυσικά ποιανού άλλου. Σε οχτώ μήνες θα γίνουμε γονείς>. Η Εύα νόμιζε πως θα σοριαστεί στο πάτωμα. Δεν ήταν δυνατόν, ο Γιάννης της την αγαπούσε πολύ.
<Ποία....να...του πω πως είστε;>έκανε στο τέλος μια σωστή πρόταση και χάρηκε για τον εαυτό της.
<Μυριελα πείτε του εσείς και θα καταλάβει αυτός>της είπε και την άφησε σύξιλη. Πρώτου όμως προλάβει να βγει η Μυριελα μπήκε μέσα ο Γιάννης.
<Μυριελα;>φώναξε εκείνος σαστησμένος. Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του.
<Γιάννη μου ήρθες σε περίμενα>τον αγκάλιασε αλλά εκείνος της τράβηξε τα χέρια.
<Σήκω φύγε γαμώτο μου. Ηλίθια>της φώναζε σαν τρελός. Είδε την Εύα σαν χαμένη να τον πλησιάζει.
<Εύα μου δεν είναι.....>και πριν προλάβει να τελειώσει τον χαστούκισε και βγήκε έξω τρέχοντας. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα και είχαν θολώσει πράγμα που δεν την άφηνε να δει καθαρά.
<Εύα άφησε με να σου εξηγήσω>άκουσε την φωνή του Γιάννη και άρχισε να τρέχει δεν του  έδωσε όμως σημασία. Βρέθηκε μπροστά από τον κεντρικό δρόμο ώσπου είδε φώτα να την τυφλώνουν από το απέναντι ρεύμα  ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν και μετά ένα χέρι να την τραβάει.

Σιγά σιγά άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε το ρολόι του δωμάτιο της η ώρα ήταν τέσσερις το μεσημέρι. Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε στο κρεβάτι τους. Γύρισε και είδε δίπλα της τον Γιάννη να κοιμάται.

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now