Μάλλον αμνησία

1.6K 126 0
                                    

Και οι δύο είχαν μείνει να την κοιτάζουν αμήχανα και έκπληκτα ταυτόχρονα.
<Πρέπει να φύγω παιδιά. Με χρειάζεται>τους δήλωσε η Εύα γεμάτη χαρά και φόβο ταυτόχρονα.  Δεν ήξερε στα αλήθεια σε τι κατάσταση θα τον έβρισκε.
<Και αν....λέω αν...με έχει ξεχάσει>τους ρώτησε και έκατσε απέναντι τους με τα χέρια πάνω στο τραπέζι.
<Εύα μου μην σκέφτεται έτσι. Σε παρακαλώ. Πάρε τα πράγματα σου να σε παω>της αποκρίθηκε ο Νεκτάριος μα εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
<Δεν υπάρχει περίπτωση να με πας πουθενά. Θα κάτσεις εδώ με την γυναίκα σου και το παιδάκι σου εγώ θα πάω μόνη μου στο νοσοκομείο>οι δύο τους κατσούφιασαν. Η Εύα έτρεξε κοντά τους και τους φίλησε σταυρωτά.
<Αντίο καλοί μου κουμπάροι>είπε και τους χαμογέλασε ειρωνικά.
<Ήθελα να ξέρα από που έχεις υιοθετήσει τέτοια αστεία>της δήλωσε κοφτά ο φίλος της.
<Αρχικά δεν είναι αστείο. Εγώ θα σας βαφτίσω το μικρό. Και κατά δεύτερον με τόσα χαζά που περιβάλλομαι κόλλησα χαζά αστεία>του είπε και γέλασαν και οι τρείς. Η Εύα πήρε την τσάντα της και τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο.
Έτρεξε γρήγορα έξω από το δωμάτιο του. Εκεί βρίσκονταν τα αγόρια.
<Που τον έχουν;>ρώτησε η Εύα και ο Παύλος σηκώθηκε για να της απαντήσει ή καλύτερα να της εξηγήσει.
<Μέσα στο δωμάτιο του είναι. Αλλά κοιμάται και....>την κοίταξε περίεργα και εκείνη γούρλωσε τα μάτια της.
<Και>τόνισε την τελευταία λέξη του για να τον κάνει να συνεχίσει.
<Έχει απώλεια μνήμης Εύα. Πριν από λίγο μπήκαμε στο δωμάτιο του και δεν αναγνώρισε κανένα μας. Οι γιατροί είπαν πως μπορεί να είναι για λίγο χρονικό διάστημα αλλά δεν είναι ακόμα σίγουροι>. Δάκρυα άρχισαν να εμφανίζονται στα μάτια της.
<Δηλαδή μου λες πως....πως έχει αμνησία;>
<Μάλλον ναι. Μάλλον έχει αμνησία. Αλλά δεν είναι σίγουρο ακόμα. Ίσως.....>δεν τον άφησε να τελειώσει και μπήκε στο δωμάτιο του αγαπημένου της.
Κοιμόταν γλυκά και φοβόταν να τον ξυπνήσει. Πήγε κοντά του και του χαϊδέψε το πρόσωπο, εκείνος άνοιξε τα μάτια του.
<Γιάννη μου αγάπη μου. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που ξύπνησες. Τόσο καιρό περίμενα. Και τώρα βλέπω τα υπέροχα ματάκια σου. Με κάνεις τόσο ευτυχισμένη>. Εκείνος την κοίταξε περίεργα και σηκώθηκε για λίγο στο κρεβάτι του.
<Συγγνώμη σας γνωρίζω. Γιατί δεν σας θυμάμαι. Δεν θυμάμαι να σας έχω ξανά δει;>την ρώτησε και εκείνη ετοιμάστηκε να κλάψει.
Όχι άλλα κλάματα Εύα. Κοίτα είναι ζωντανός . Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες. Τόνισε στον εαυτό της και πήρε κουράγιο.
<Αγάπη μου εγώ είμαι. Η γυναίκα σου. Και τώρα περιμένω και το παιδάκι μας ,είναι αγόρι. Και ακόμη έχουμε και μια υπέροχη κορούλα που Σαγαπάει τόσο μα τόσο πολύ και σε θέλει πίσω για να αναπληρώσετε τον χαμένο χρόνο>. Του είπε με μια φωνή και τον είδε να συγκινείται. Αμέσως ελπίδες ξεχύθηκαν μέσα της. Ελπίδες πως τον έκανε να θυμηθεί.
<Μυριελα. Αγάπη μου εσύ είσαι. Σε περίμενα>της είπε ο Γιάννης με μια φωνή και εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει άφωνη. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το χέρι τη είχε βρεθεί με φόρα πάνω στο μάγουλο του κάτι που τον έκανε να χάσει το χαμόγελο του και να στρέψει ελαφρά το πρόσωπο του.
<Γιάννη μου συγγνώμη. Χίλια συγγνώμη. Δεν έπρεπε να σε χτυπήσω στην κατάσταση σου. Δεν φταις εσύ. Εσύ απλά δε θυμάσαι καν εγώ σε πίεσα πολύ>. Από τα μάτια της τώρα ποτάμια χύνονταν στα σεντόνια.
<Τελικά δεν το περίμενα μετά από τόσα που περάσαμε να ζηλεύεις τόσο>το αίμα της πάγωσε στα λόγια του.
<Γιάννη τι λες;>τον ρώτησε και τον πλησίασε.
<Λέω πως ακόμα και τώρα που είμαι στο νοσοκομείο σε κυρίευσε η ζήλια>της είπε με θυμό.
<Έχεις δίκιο>ψιθύρισε αλλά ήταν αρκετά δυνατά για την ακούσει εκείνος. Ετοιμάστηκε να φύγει αλλά το χέρι του την άρπαξε και την έκανε να ξανά καθίσει.
<Δεν το πιστεύω πως πιστέψες πως θα μπορούσα ποτέ εγώ να σε ξεχάσω. Εγώ που δεν μπορούσα μακριά σου. Που πέθαινα χωρίς  εσένα. Που ένας αναστεναγμός σου ήταν και μια ανάσα μου. Γιατί το πιστέψες. Γιατί πιστέψες κάτι τέτοιο;>.
<Συγγνώμη>.Μόνο αυτό του είπε και κλείστηκε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
<Συγγνώμη για όλα Γιάννη μου. Συγγνώμη που σε χτύπησα. Το μυαλό μου είχε θολώσει τόσο αλλά όχι από ζήλια. Με πόνεσε που θυμόσουνα εκείνη την γυναίκα που μας έκανε τόσα πολλά και....>. Την διέκοψε βάζοντας το δάχτυλο του μπροστά από το στόμα της.
<Σςςς.  Μικρή μου μην μου ζητάς συγγνώμη σε παρακαλώ. Σαγαπω τόσο και σε ευχαριστώ που ήσουν δίπλα μου τόσο καιρό. Που έχασες τον ύπνο σου εξαιτίας μου. Που αδυνάτισες τόσο και δεν προσέχεις καθόλου τον εαυτό σου>. Τις τελευταίες εκείνες λέξεις τις τόνισε τόσο γλυκά που την έκανε να αφήσει ένα χαμόγελο από τα χείλη της.
<Πως θα μπορούσα να μην είμαι πλάι σου αφού είχαμε πει για πάντα; Όταν σε είδα σοριασμένο γεμάτο αίματα σκέφτηκα πως θα σε έχανα και δεν θα κρατούσες την υπόσχεση σου>. Του είπε μέσα από τα αναφιλητά της και εκείνος την χαϊδέψε απαλά και τρυφερά στα μαλλιά. Σήκωσε το πιγούνι της και την φίλησε απαλά στα χείλη. Αλλά μετά το φιλί τους έγινε τόσο άγριο που δεν τους αφήνε να πάρουν ανάσα. Αποτραβήχτηκε πρώτος.
<Ώστε είναι γιος;>την ρώτησε και την χαϊδέψε στο μάγουλο. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
<Ώστε θα μου κάνεις γιο κυρία Παπαδοπούλου;>την ξανά ρώτησε και εκείνη ξανά κούνησε το κεφάλι της.
<Εύχομαι να σου μοιάζει αγάπη μου. Εύχομαι να μοιάσει στον όμορφο πατέρα του για να κάψει καρδιες>του είπε και εκείνος σηκώθηκε και την φίλησε γλυκά στα χείλη και μετά στο λαιμό.
<Σαγαπω>του είπε εκείνη
<Για πάντα>συμπληρώσε εκείνος.

Είχαν περάσει σχεδόν τρεις μέρες και ο Γιάννης θα έβγαινε από το νοσοκομείο. Η χαρά της Εύας ήταν απερίγραπτη. Σηκώθηκε και παίρνοντας στο χέρι ένα τοστ έτρεξε γρήγορα για το νοσοκομείο. Τον είδε στο δωμάτιο του όρθιο να ετοιμάζεται και να μιλάει μαζί με τον Άγγελο καθώς τα άλλα δύο αγόρια είχαν πάει να πάρουν το εξιτήριο. Τους είχε συναντήσει στον δρόμο καθώς ανέβαινε. Ξαφνικά ένιωσε ένα δυνατό πόνο χαμηλά στην κοιλιά. Δεν έδωσε όμως σημασία. Την έπιαναν συχνά αυτοί οι πόνοι τα τελευταία. Ο μικρός της μάλλον βιαζόταν να βγει στον κόσμο. Προχώρησε προς τα μέσα.
<Καλημέρα. Μήπως ενοχλώ;>τους ρώτησε καθώς κατάλαβε πως τους διέκοπτε από μια κουβέντα.
<Όχι μωρό μου έλα. Δεν ξέρει πόσο μου έλειψες>της είπε και την έπιασε από τους ώμους και την φίλησε.
<Ναι μωρό του δεν ξέρεις πόσο του έλειψες>τον κορόϊδεψε ο Άγγελος.
<Σκάσε εσύ>.Του είπε ο Γιάννης και καλά νευριασμένα και σκάσαν και οι τρείς στα γέλια.
<Λοιπόν πάμε;>.ρώτησε η Εύα και πήρε τον σάκο.
<Ναι μωρό μου πάμε της είπε ο Γιάννης και την φίλησε.
<Αλλά αυτό....>οι φωνές της Εύας τον διέκοψαν.
<Αγάπη μου>φώναξε ο Γιάννης απελπισμένος και φοβισμένος ταυτόχρονα ενώ ο σάκος είχε πέσει στο πάτωμα και ο Άγγελος ήταν σε κατάσταση ετοιμότητας.
<Έσπασαν τα νερά>τους φώναξε και ένιωσε να πονάει όλο και πιο πολύ.......

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now