Γυρισμός

1.5K 110 0
                                    

Part 2

<Γιάννη. Αγάπη μου μίλα μου. Σε παρακαλώ>τον ικέτεψε παρακλητικά η Εύα και τον πλησίασε. Εκείνος έκανε βήματα προς τα πίσω.
<Δεν πρόκειται να πάω πουθενά Πέτρο. Εδώ είναι το σπίτι μου εδώ είναι οι άνθρωποι μου. Όσο για αυτό...>έκανε μια παύση. Και....και το έσκισε μπροστά τους.
<Αγάπη μου τι κάνεις;>τον ρώτησε η Εύα και τον ακούμπησε στον ώμο εκείνος όμως αποτραβήχτηκε. Τα παιδιά τους πλησίασαν.
<Καλά ρε τι πάθατε και φωνάζετε έτσι; Σας έχει ακούσει όλη η παραλία>είπε φωνάζοντας ο Άγγελος πια.
<Γιάννη θα μας πεις επιτέλους τι σε έπιασε και φέρεσε τόσο μα τόσο αλλοπρόσαλλλα;>ρώτησε ο Στέφανος και στάθηκε λίγο πιο πίσω από την Εύα.
Από την άλλη ο Παύλος δεν μίλαγε απλά κοίταζε τον Γιάννη ο οποίος ήταν έτοιμος να εκραγεί. Την ήξερε πολύ καλά αυτή την εικόνα όλοι την είχαν δει αλλά κανένας δεν ήθελε να θυμάται.
<Παύλο λογίκεψε τον. Σε παρακαλώ>το πρόσωπο της είχε σκοτεινιάσει και η ταραχή είχε κατακλύσει όλο της το νευρικό σύστημα.
<Μπορείτε να μου πείτε λοιπόν τι έγινε;>τους απάντησε σχεδόν αδιαφορώντας.
<Μου έστειλαν χαρτί για μετάθεση στην Αθήνα. Αυτό έγινε. Πάλι πίσω. Παύλο δεν πρόκειται να πάω. Δεν πρόκειται να πάω πουθενά γαμώτο μου πουθενά>. Η Εύα τον κοίταζε και πήγε να τον πλησιάσει μα εκείνος την έσπρωξε.
<Γιάννη μου σε παρακαλώ λογι....>
<Εύα. Κάτι είπα δε θα το ξανά πω>της είπε αγριεμένα και στάθηκε μπροστά από την θάλασσα.
<Στέφανε πάρε την Εύα και πήγαινε την σπίτι και Άγγελε>
<Ξέρω Παύλο μην ανησυχείς. Τα παιδιά θα ναι σε καλά χέρια>του είπε και του έκλεισε το μάτι.

Το κύμα πάφλαζε πάνω στα βράχια της θάλασσας.
<Είσαι με τα καλά σου ρε Γιάννη. Καταλαβαίνεις τι έκανες;>
<Όχι. Τι;>του είπε πλέον ήρεμος και τύλιξε τα χέρια του.
<Την κατά τρόμαξες ρε γαμώτο σου. Σε κοίταζε τρομαγμένη, φοβισμένη, αβοήθητη. Στα αλήθεια τι σκεφτόσουν ρε Γιάννη; Έδειξες πάλι το κακό σου εαυτό. Γιατί;>. Γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε και χωρίς να χάσει χρόνο σηκώθηκε όρθιος.
<Δεν ξέρω ρε Παύλο. Στα αλήθεια δεν ξέρω τι έπαθα. Απλά η ιδέα της Αθήνας με αναστατώνει. Μου φέρνει στο μυαλό το παρελθόν που θέλω να ξεχάσω>. Ο Παύλος στάθηκε όρθιος μπροστά του.
<Όπως εκείνη την μέρα που βρέθηκες στο γραφείο του διευθυντή>του δήλωσε και ο Γιάννης τον ξανά κοίταξε.
<Σαν χθες>.

Flashback
Τα παιδιά είχαν σταματήσει να παίζουν βόλεϊ. Ο Γιάννης ήταν εξοργισμένος και έτοιμος να επιτεθεί στον Παπασταύρου.
<Για ξανά πες αυτό που είπες δυνατά να σε ακούσω>του είπε σχεδόν φωνάζοντας και πιάνοντας τον από την μπλούζα.
<Αυτό που άκουσες φίλε μου. Αυτό που άκουσες>του απάντησε εκείνος ειρωνικά.
<Ρε Γιάννη παράτα τον και πάμε να φύγουμε. Μην του δίνεις σημασία>του τόνισε ο Παύλος μα εκείνος δεν άκουγε.
<Γιατί ρε Παύλο; Τι έχουμε να φοβηθούμε από αυτόν τον φλώρο. Ο οποίος φοβάται να μιλήσει;>
<Λοιπόν σ ακούω γαμώτο. Πες μου>. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές και ήταν έτοιμος να εκραγεί.
<Νίκο δε θα το ξανά πω μίλα γιατί θα σου σπάσω το κεφάλι>του είπε αγριεμένα και τον έσφιξε από την μπλούζα την οποία την είχε ξεχιλώσει.
<Λέω πως το Ευάκι σου δεν είναι και τόσο κυρία. Σου τα έχει φορέσει από τώρα τα κέρατα. Με όλο το σχολείο έχει πάει και εσύ ακόμα να το καταλάβεις;>. Αυτό ήταν. Δεν ήθελε πολύ ο Γιάννης να ξεκινήσει καυγά. Άρχισε να τον χτυπάει. Του έδωσε μια κουτουλιά στο κεφάλι που τον έκανε να χάσει την ισορροπία του.
<Γιάννη σταματά γαμώτο σου>φώναξαν οι φίλοι του αλλά εκείνος είχε κλείσει τα αυτιά του. Έτρεξε προς το μέρος του Νίκου και άρχισε να τον χτυπάει στα πλευρά,στην κοιλιά, στα κόκαλα. Βρέθηκαν κάτω και άρχισαν να κυλιούνται με χτυπήματα. Ώσπου ήρθαν τα παιδιά και τους χώρισαν με τα χίλια ζόρια.
<Άμα ξανά πιάσεις την Εύα μου στο στόμα σου θα σε σφάξω>τον απείλησε και εκείνος σκούπισε με το χέρι του το αίμα από το κάτω χείλος του.
<Καλά θα ήταν αν την είχα πιάσει μόνο εγώ στο στόμα αλλά την προλαβαίνουν και άλλοι>του είπε και κάγχασε ειρωνικά. Εκείνος έκανε μια απότομη κίνηση να αφεθεί από τα χέρια των κολλητών του αλλά εκείνοι τον κράταγαν σφιχτά.
<Από αύριο είσαι κιόλας νεκρός>συνέχισε ο Γιάννης και ξάφνου φάνηκε ο διευθυντής από το σχολείο και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Πρώτη φορά έβγαινε ο διευθυντής τους στο προαύλιο, οπότε.....,οπότε την είχαν πολύ άσχημα.
<Παπαδόπουλε, Παπασταύρου στο γραφείο μου τώρα>τους είπε με ηρεμία αλλά τα μάτια του έσταζαν οργή.......
Τέλος flashback
<Σαν χθες ρε Γιάννη αλλά δεν ήταν χθες. Τώρα έχεις μια πανέμορφη κόρη και μια τέλεια γυναίκα με έναν γιο. Προσπάθησε σε παρακαλώ να σκεφτείς και εκείνους λίγο>. Τον κοίταξε για λίγο και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

Έβγαλε από την ντουλάπα τις δύο μεγάλες βαλίτσες της και έβαλε μέσα όλα της τα ρούχα. Ξαφνικά η πόρτα χτύπησε.
<Εύα έτοιμη;>την ρώτησε ο Άγγελος.
<Ναι Άγγελε μου τελειώνω τώρα>του απάντησε μα ύστερα καμιά απάντηση. Η ντουλάπα άδειασε καθώς είχε τοποθετήσει και τα ρούχα του Γιάννη μέσα στην δικιά του βαλίτσα. Το άσπρο νυφικό είχε ξεμείνει μονάχα στην άκρη της ντουλάπας.
<Δεν θα το πάρεις μανούλα;>την ρώτησε η μικρή. Γύρισε και αντίκρισε τα μεγάλα μελιά της μάτια.
<Όχι αγάπη μου. Δε θα το πάρουμε αυτό. Αυτό είναι ένα κομμάτι που θα το αφήσουμε σε αυτό εδώ το σπίτι>. Έσκυψε και την φίλησε στο κρύο της μάγουλο.
<Θα μαζέψουμε τα ρούχα μου και του αδελφούλη μου;>την ρώτησε και την έσφιξε στην αγκαλιά της.
<Πήγαινε μέσα κα έρχομαι μωράκι μου. Ο Φώτης κοιμάται;>εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και παίρνοντας ένα χαμόγελο από την μητέρα της έφυγε προς το δωμάτιο της.

Η πόρτα έκλεισε με δύναμη και τράνταξε την Εύα η οποία άφηνε το νυφικό πάνω στο μεγάλο κρεβάτι. Η φωνή του την ξύπνησε.
Κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.
<Εύα>
<Γιάννη>
Τα μάτια τους είχαν καρφωθεί να κοιτάζονται.
<Τι κάνουν όλες αυτές οι βαλίτσες εδώ στο διάδρομο;>ρώτησε τα παιδιά αλλά τα μάτια του συνέχιζαν να κοιτάζουν τα δικά της.
<Τι εννοείς τι κάνουν ρε Γιάννη. Αθήνα θα πάμε>του απάντησε ο Στέφανος.
<Θα πάμε; Θα έρθετε και εσείς μαζί μου;>. Η Εύα τον πλησίασε για λίγο και έκανε να τον ακουμπήσει αλλά δίστασε.
<Μαζί δεν ήρθαμε βρε ηλίθιε>συνέχισε ο Παύλος.
<Και εσύ αγάπη μου; Τα παιδιά μας; Η Ιωάννα πέρασε όλη της την ζωή στην Κέρκυρα πως θα συνηθίσει στην Αθήνα;>. Το πρόσωπο του την κοίταζε με μεγάλη αγωνία, πάθος.
<Άμα δεν με θες μαζ....>έβαλε τα χέρια του στο στόμα της μπροστά και την σταμάτησε.
<Μη το πεις>την διέταξε.
<Ε τότε εμείς θα έρθουμε μαζί σου. Είμαστε οικογένεια πια Γιάννη. Και δεν πρόκειται να αφήσω τίποτα να μας χωρίσει. Όπου είσαι εσύ θα μαι και εγώ. Όπου θα ναι το άλλο μου μισό θα πηγαίνω και εγώ>. Τα χέρια της έπιασαν το πρόσωπο του και το φίλησε ενώ εκείνος κράτησε την μέση της.
<Σαγαπάω>της είπε.
<Και εγώ>συμπληρώσε εκείνη.
<Σιγά ρε παιδιά κολλήσαμε από τα μέλια και τα σιρόπια. Σιγά>τους φώναξε ο Άγγελος και τους αποτραβηξε από την σφιχτή αγκαλιά.
< Μπαμπά μου μπαμπά μου>φώναξε η Ιωάννα και έπεσε με μανία στην αγκαλιά του Γιάννη ενώ εκείνος την σήκωσε στην αγκαλιά του.
<Έτοιμο το κορίτσι μου;>την ρώτησε και της πείραξε τα μαλλιά.
<Αμέ. Πανέτοιμη>του απάντησε και ακούμπησε στο πάτωμα με τα ποδαράκια της.

Σε λίγο είχαν ετοιμάσει τα πράγματα τους. Ήταν όλα έτοιμα. Είχαν καλέσει μεταφορική έτσι ώστε τα πράγματα και τα έπιπλα που δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους να τους τα μεταφέρουν. Πήραν ότι είχε απομείνει και έκλεισαν πίσω τους την πόρτα. Γύρναγαν πίσω στην Αθήνα πάλι στα ίδια και στα γνώριμα.......

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now